Μετά από σχεδόν 30 χρόνια στα πράγματα, με αμέτρητες επιτυχίες στην πλάτη τους και πολλά «ένσημα» στην τραγουδοποιία, τι άλλο μπορούν να προσφέρουν οι Bon Jovi; Για ποιον λόγο κυκλοφορούν καινούργιο δίσκο; 

Στην ελληνική πλευρά των πραγμάτων, στον δικό μας μικρόκοσμο, όσοι καλλιτέχνες ακολουθούν σταθερές πορείες και δεν προδίδουν τα «πιστεύω» τους και τα μεγάλα ακροατήριά τους, κερδίζουν μόνο το ανάθεμα των γραφιάδων: εμπορικότητα, επανάληψη, μονοτονία, μετριότητα, καμία σχέση με τα «παλιά» τους και άλλα συναφή περιλαμβάνει το ρεπερτόριο των κατηγοριών. Ωστόσο, το κοινό των διαφόρων Scorpions, Iron Maiden, Metallica κ.ά. συνεχίζει να γεμίζει τις αρένες, ακολουθώντας φανατικά τις αγαπημένες του μπάντες. 

Ποιος έχει δίκιο; Μα, όλοι!

Περισσότερο δίκιο; Αν ρωτήσετε εμένα, θα σας πω ο πολύς κόσμος.

Το ξεκαθαρίζω βέβαια από την αρχή: κανένα από τα τραγούδια του Burning Bridges δεν μπορεί –και δεν φιλοδοξεί, θαρρώ– να συγκριθεί με τα παλιά των Bon Jovi. Και πώς αλήθεια να συγκρίνεις κι εσύ τα όσα ακούς με τα κομμάτια εκείνα που έχεις γράψει σε κασέτα σε έναν παλιό σου έρωτα (σε κασέτα, ναι), τραγουδήσει με όλη σου τη δύναμη στη συναυλία τους στο Ολυμπιακό Στάδιο, συνδυάσει με κάτι διακοπάρες στη Σαντορίνη το 1996, αγοράσει σε βινύλιο από το παλιό Rock City στην Ακαδημίας; Γίνεται; Δεν γίνεται. Σε 30 χρόνια, μπορεί· αλλά και τότε, ίσως να μη γίνεται.

Το καινούργιο άλμπουμ των Bon Jovi έκανε την εμφάνισή του με ένα-ένα τραγούδι, όσο εμείς ζούσαμε τη φάση των capital controls. Καθώς λοιπόν ο λογαριασμός μου στο Spotify είχε κλειδωθεί, ομολογώ ότι το παρέλειψα: τους νέους δίσκους προτιμώ να τους ακούω με ακουστικά, όχι στο λάπτοπ. Όταν πια κυκλοφόρησε, ξεκίνησα να το ακούω δειλά-δειλά· και κατέληξα να το έχω στο repeat, έως και την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές. Είναι μια δουλειά η οποία περιλαμβάνει σωστές ποσότητες από τα συστατικά εκείνα που ορίζουν έναν «κλασικό» Bon Jovi δίσκο. Κι ας λείπει ένα βασικό.

Στο εναρκτήριο "A Teardrop To The Sea", κάνει την εμφάνισή του ένα μελωδικό μοτίβο αποτελούμενο από πέντε νότες, το οποίο επανεμφανίζεται στη συνέχεια σε συγκεκριμένα σημεία του άλμπουμ. Ένα μοτίβο που, στο πρώτο αυτό τραγούδι, ενσωματώνεται στο ηχοτοπίο μιας φορτισμένης μπαλάντας σαν χορωδιακό μέρος, επιτρέποντας έτσι στον Jon Bon Jovi να φτάσει σε μια δυνατή ερμηνεία, εν μέσω εξαιρετικών στίχων, παραγωγής στιβαρής και μιας μπάντα που δίνει το στίγμα της με το «καλημέρα». Το "We Don’t Run", στη συνέχεια, διατηρεί το μοτίβο, μα σε άλλο στυλ, με άλλη ένταση και διαφορετική δυναμική. Μιλάμε εδώ για ένα «γκαζιάρικο» hit, με κλισαρισμένους στίχους (συμπαθητικούς, εντούτοις), που συγκροτούν ένα κλασικό Bon Jovi single. 

Τα πραγματικά σπουδαία τραγούδια ξεκινούν στη συνέχεια. Στο "Saturday Night Gave Me Sunday Morning" ρυθμός και μελωδία παντρεύονται στις ιδανικές ποσότητες σύμφωνα με τη Βίβλο του hard rock. Ίσως δεν είναι τυχαίο που εδώ έχει βάλει το χεράκι του ο Ritchie Sambora, ο κιθαρίστας σήμα κατατεθέν της μπάντας, ο οποίος αποχώρησε το 2013 –ιδού λοιπόν το συστατικό που λείπει από το Burning Bridges. Το κομμάτι ακούγεται δυνατά και προκαλεί εκείνο το χαμόγελο της ενοχής: σου αρέσει, δηλαδή, αν και είσαι «προγραμματισμένος» (και προκατειλημμένος) να σου αρέσουν μόνο τα πολύ «προχώ». Το "We All Fall Down", ακολούθως, είναι το outsider. Μολονότι δεν παρουσιάζει καμία μουσική καινοτομία, κουβαλάει το πλεονέκτημα του καλού στίχου και το ότι θα μπορούσε να περιλαμβάνεται σε οποιαδήποτε από τις παλιές, «καθαγιασμένες» κυκλοφορίες των Bon Jovi. 

Στα μισά του δίσκου (στο τέλος της πρώτης πλευράς, όπως θα λέγαμε 20 χρόνια πριν) υπάρχει η συγκλονιστική μπαλάντα "Blind Love". Εδώ, αλλά και στο "Who Would You Die For" (το πρώτο της δεύτερης πλευράς, θα λέγαμε 20 χρόνια νωρίτερα) ο Jon Bon Jovi το παίρνει πάνω του. Στο πρώτο με χαμηλούς τόνους, σχεδόν ψιθυριστά, ενώ στο δεύτερο με διαρκώς κλιμακούμενη ένταση και φωνητικές εξάρσεις βραχνάδας. Αναδεικνύει έτσι με τρόπο δεξιοτεχνικό τους δυνατούς στίχους και των δύο τραγουδιών. 

Σ' αυτό το σημείο χρειάζεται να γίνει μια γενική παρατήρηση: οι hard rock στίχοι συνήθως δεν κρύβουν νοήματα, ούτε «σκαλίζουν» συνειδήσεις. Λένε απλώς αυτό που θέλουν να πουν, χωρίς πολλές ποιητικούρες. Ωστόσο στο Burning Bridges διακρίνω μια μεγαλύτερη προσοχή. Πάρτε για παράδειγμα το "Fingerprints", έστω κι αν αδικείται από την άκρως αναμενόμενη εξέλιξη της μελωδίας. Στο δε "Life Is Beautiful" επανεμφανίζεται το προαναφερθέν μοτίβο των 5 νοτών, αλλά σε πιο «χλιαρή» μορφή: ναι, η ζωή είναι ωραία, όμως μας το έχετε ξαναπεί. Και στα δύο τελευταία τραγούδια, συνειδητοποιείς πια το πόσο λείπει ο Sambora, ο οποίος και θα τα γλεντούσε –τόσο το "I Am Your Man", όσο και το "Burning Bridges". 

Αλλά ο Sambora δεν είναι πια εδώ. Και ίσως ο πιο προσεγμένος στίχος να προσπαθεί να κρύψει τη δική του ηχηρή απουσία. Ίσως κι αυτό το επαναλαμβανόμενο μελωδικό μοτίβο να μαρτυρά τη «μετάλλαξη» που έχει υποστεί το DNA των Bon Jovi. Σίγουρα, πάντως, απουσιάζουν οι πολύ χαρακτηριστικές κιθάρες του και βέβαια οι σπουδαίες δεύτερες φωνές του.

Απαγορεύει όμως μια τέτοια απουσία –όσο κι αν γεννά συναισθηματικά κρατήματα– να πούμε ότι το Burning Bridges είναι ένας καλός δίσκος; Επουδενί. Ακόμα κι αν σε σημεία σε προκαλεί να το πεις αναμενόμενο. Δεν πειράζει, δεν είναι πάντοτε κακό το αναμενόμενο. Ειδικά όταν, τελικά, δεν είναι και τόσο. 

{youtube}gdGMhU24EAA{/youtube} 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured