Η νέα δουλειά του Brian Wilson καταφθάνει 7 χρόνια μετά την τελευταία φορά που κυκλοφόρησε δίσκο με πρωτότυπο προσωπικό υλικό και 3 χρόνια μετά το άλμπουμ επανένωσης των Beach Boys, εκείνο το ανεκδιήγητο That's Why God Made The Radio (2012), που πλέον φαίνεται πως κανείς δεν μνημονεύει.
Όλες αυτές οι κυκλοφορίες βρίσκουν τον Wilson σε μια φθίνουσα καλλιτεχνική πορεία, για την οποία βάσιμα θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως ήταν μη αναστρέψιμη, έπειτα από τη συνταρακτική ολοκλήρωση του (εξίσου συνταρακτικού) Smile το 2004. Το οποίο, εάν είχε κυκλοφορήσει στην ώρα του το 1967, ενδεχομένως θα συντρόφευε τώρα το Pet Sounds στις κορυφαίες θέσεις στις λίστες με τους καλύτερους δίσκους «όλων των εποχών».
Ύστερα από τη δικαίωση (ή μήπως τη λύτρωση;) που επέφερε η ολοκλήρωση και η κυκλοφορία εκείνου του project, ο Wilson μοιάζει να έχει περιέλθει σε τροχιά δημιουργικής νωθρότητας, αποκορύφωμα της οποίας φαίνεται δυστυχώς να είναι το φετινό No Pier Pressure. Ένας δίσκος που, παρά τις ηχηρές και πολυσυλλεκτικής λογικής συμμετοχές σε ολόκληρη σχεδόν την έκταση της tracklist του, δεν καταφέρνει να αφήσει κάποιο ιδιαίτερο αποτύπωμα σε επίπεδο συνολικής εμπειρίας.
Το δημιουργικό αυτό τέλμα, βέβαια, είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση στην περίπτωση καλλιτεχνών που έχουν υπερβεί το 70ό έτος της ηλικίας τους –και θα ήταν ανεδαφικό εάν είχαμε προσδοκίες για κάτι αντίθετο. Αλλά η παραπάνω ορθολογική συλλογιστική δεν είναι ικανή να μετριάσει την απογοήτευση και την αμηχανία που συνοδεύει τις ακροάσεις κομματιών όπως το "Runaway Dancer", όπου ο ακροατής καλείται να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι ο Brian Wilson –ο συνθέτης που έχει επιδείξει ενορχηστρωτική ευφυΐα όσο ελάχιστοι στον κόσμο της ποπ– επιλέγει να χαραμίσει την πολυμελή ορχήστρα του σε μερικά από τα πιο απρόσωπα και ρουτινιάρικα arrangements της καριέρας του. Ακόμα και η αναπόφευκτη επιείκεια με την οποία αντιμετωπίζει κανείς το έργο ενός σπουδαίου άνδρα που διανύει την όγδοη δεκαετία της ζωής του, δεν μπορεί να καταστήσει έστω και λίγο συμπαθητικές τις νερόβραστες μελωδίες που κατακλύζουν τον δίσκο, όπως το "Our Special Love", το "One Kind Of Love" ή το "Saturday Night".
Μέσα στο No Pier Pressure υπάρχουν βέβαια και οι πιο ολοκληρωμένες συνθέσεις. Το αιθέριο "Whatever Happened", το χαριτωμένο "On The Island", το σχεδόν εθιστικό "The Right Time" και βέβαια το συγκινητικό "The Last Song" μπορούν κάλλιστα να νοηματοδοτήσουν αποσπασματικές ακροάσεις. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορούν να σηκώσουν στις πλάτες τους το βάρος ενός κατά τα άλλα αδιάφορου δίσκου, ο οποίος πολύ δύσκολα ακούγεται ολόκληρος. Και που, τελικά, δίνει για μία ακόμη φορά την αίσθηση ότι ο κύκλος της δισκογραφίας του πάλαι ποτέ εφευρετικού καλλιτέχνη θα ήταν ιδανικό να είχε κλείσει –θριαμβευτικά– με την κυκλοφορία του Smile, 11 χρόνια πριν.
{youtube}_EKHqpEwqAU{/youtube}