Επιτρέπεται να σου αρέσει η Diana Krall; Ρητορικά το ρωτάω, αναλογιζόμενος τους τζαζ σνομπίστες και τους κεραυνούς που ξαποστέλνουν εναντίον όποιου τολμήσει να εκφράσει την αρέσκειά του για οτιδήποτε «ελαφρύ» ή «εύκολο» από τον συγκεκριμένο χώρο. Και η εν λόγω ερμηνεύτρια υπήρξε πάντα μια πολύ φιλική επιλογή: ταγμένη, θα 'λεγες, με τη θέλησή της ή όχι, στο να παράσχει στο κοινό της ηχητικά χάδια –και μόνο.
Παρά ταύτα, εμένα μου αρέσει η Diana Krall. Ή, καλύτερα, μου άρεσε μέχρι την τελευταία φορά που την τσέκαρα, τότε που κυκλοφόρησε εκείνο το ωραίο The Girl In The Other Room (2004 ήτανε η χρονιά), στο οποίο έβαζε μπροστά και τη συνθετική της φλέβα. Στη δεκαετία που μεσολάβησε, εκείνη επέστρεψε στο μονοπάτι των θεματικών δίσκων με διασκευές (που την καθιέρωσε αρχικά), πότε με χριστουγεννιάτικα τραγούδια (Christmas Songs, 2005), πότε αποτίοντας φόρο τιμής στη δισκοθήκη του πατέρα της (Glad Rag Doll, 2012) κι εγώ έμεινα μακριά. Την ξαναβρίσκω λοιπόν τώρα, που ανέλαβα να γράψω για τον νέο της δίσκο. Δεν ήξερα βέβαια ότι είναι κι αυτός θεματικός...
Όχι ότι είναι κακό να κάνει ένας καλλιτέχνης τέτοια άλμπουμ, κάθε άλλο. Το σερί όμως της Καναδής μαρτυρά, όπως και να το δούμε, μια προτίμηση στις εύκολες λύσεις: μια επανάπαυση στην αγκαλιά του πιστού κοινού. Και, δυστυχώς, αυτή η επανάπαυση κάνει μπαμ στα αυλάκια του Wallflower, στο οποίο η Krall επιλέγει τραγούδια από εκείνα που τη μεγάλωσαν στα 1970s. Και τι τραγούδια, έτσι; “California Dreamin’” (Mamas And The Papas), “Desperado” (Eagles), “Sorry Seems To Be The Hardest Word” (Elton John), “I’m Not In Love” (10cc) και άλλα λιγότερο ή περισσότερο γνωστά. Τα μόνα ξεστρατίσματα από το κεντρικό concept εντοπίζονται στις προσθήκες του “Don’t Dream It’s Over” των Crowded House (είναι απ’ τα 1980s αυτό) και του “If I Take You Home Tonight”, που είναι και το μόνο ακυκλοφόρητο εδώ. Μια δημιουργία του Paul McCartney, η οποία «κόπηκε» από το Kisses On The Bottom –ορθώς, αν θέλετε τη γνώμη μου, απορώ μάλιστα ποιος σκέφτηκε να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία.
Αλλά το πραγματικό θέμα είναι το πώς αντιμετωπίστηκαν τέτοιες επιλογές από τον παραγωγό David Foster: με μια αυστηρότατη αποχή από οποιοδήποτε ρίσκο, ακόμα και από την υποψία αυτού. Όλα δηλαδή τα κομμάτια έχουν συρθεί προς αργόσυρτα τέμπο, φτιάχνοντας ένα σύνολο που διέπεται από αδιαπέραστα μελαγχολική ατμόσφαιρα. Φαίνεται μάλιστα πως η συγκεκριμένη νοοτροπία επιλέχθηκε για να αναδείξει τον κοντράλτο χαρακτήρα της φωνής της Krall, μάλλον όμως κανείς δεν υπολόγισε ότι, για να τον απολαύσεις, θα πρέπει πρώτα να καταφέρεις να παραμείνεις ξύπνιος...
Κι αν επιτρέπεται, λοιπόν, να σου αρέσει η Diana Krall, είναι τελικά οι επιλογές της που το κάνουν δύσκολο. Δεν φταίει βέβαια μόνο η ίδια, οι συνεργάτες ή η εταιρεία της –φταίει και το κοινό της, το οποίο δεν την αντάμειψε όποτε επιχείρησε να κάνει κάτι διαφορετικό. Κι έτσι, να τη πάλι στο Wallflower να τραγουδάει βαριανασαίνοντας ανάμεσα στα πηχτά έγχορδα, τα χωρίς φαντασία πιάνα και τις κιθάρες, φτιάχνοντας έναν ακόμα δίσκο που θα αρέσει στους πολλούς, σε εκείνους που θέλουν τη μουσική τους στρογγυλή και ακίνδυνη, σε όσους θα αντιμετωπίσουν τις συμμετοχές του Michael Bublé, του Blake Mills και του Bryan Adams με λογικές «celebrity culture».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, μόνη μου παρηγοριά στο Wallflower απομένει η φωτογραφία του εξωφύλλου, όπου διακρίνω στο βλέμμα της ερμηνεύτριας ένα συνοφρύωμα, μια αμφιβολία: σα να μου λέει «ρε 'συ, μη νομίζεις, κι εμένα κάτι δεν μου κάθεται καλά». Κι έτσι ελπίζω ότι την επόμενη φορά κάτι θα έχει αλλάξει προς το καλύτερο, ώστε να μπορώ πια κι εγώ να πω πιο θαρρετά ότι ναι, μου αρέσει η Diana Krall.
{youtube}_hSn4-F4zjE{/youtube}