Ομολογώ ότι τις περισσότερες φορές ακούω έναν δίσκο πρώτα μέσα από την παραγωγή του και μετά διαμέσω του συναισθηματικού πεδίου που δημιουργούν οι κατασκευαστές του· εξ αιτίας όχι μόνο της δικής μου ενασχόλησης με τη μουσική (σε επίπεδο σύνθεσης και οργανοπαιξίας), αλλά και λόγω της αποτίμησης/καταγραφής της τεχνικής μεριάς των ζητημάτων κατασκευής δίσκων (που, όπως μάλλον ξέρετε πια, κάνω στο Avotek). Και ακριβώς γι' αυτό, όταν ένα άλμπουμ κατακτά από μόνο του την πλευρά μου του καθαρόαιμου ακροατή –όπως καλή ώρα η πρόσφατη δουλειά του αυστραλέζικου διδύμου– μου κεντρίζει πολύ το ενδιαφέρον.
Το Angus & Julia Stone, μάλιστα, δεν με κέρδισε μόνο ηχητικά. Το προσεγμένο artwork ήταν το πρώτο στοιχείο, χάρη στο άρωμα ελευθεριακών 1970s φωτογραφήσεων –όπου το αντικείμενο του shooting περιπλανιόταν και το έψαχνε ο φωτογράφος, και όχι το αντίθετο. Θα το διαπιστώσετε κι εσείς, αν ξεφυλλίσετε το συνοδευτικό ένθετο της κυκλοφορίας. Η κατάφωτη και άγνωστη πόλη η οποία καλεί στην αγκαλιά της τους επισκέπτες χάσκει κάτω από τα δύο αδέρφια και δεν είναι τυχαίο ότι η φωτογραφία όπου πηδούν τον φράχτη για να κατέβουν προς αυτήν είναι η κορυφαία από τη σειρά των ενσταντανέ που συνοδεύουν την 3η τους δισκογραφική κατάθεση.
Με το που ξεκινά τώρα η ακτίνα να διαβάζει το CD, αποκαλύπτεται ένα εξίσου ζεστό τοπίο συναισθημάτων, το οποίο κυριαρχείται από στίχους γεμάτους εικόνες από την καθημερινότητα ζευγαριών, σε διάφορες φάσεις. Τον καλύτερο τον παραθέτω άμεσα: «Ξυπνώ νωρίς το πρωί για να σε παρακολουθήσω να ντύνεσαι για τη δουλειά». Όχι δηλαδή ανάμεσα σε ποσταρίσματα τριανταφυλλιών στο Facebook, σε μαλακές καρδούλες ή σε εξιδανικευμένες σεναριακές καταπλεύσεις στις οθόνες του σινεμά, αλλά εκεί όπου γράφεται πραγματικά η ιστορία του έρωτα.
Η πραγματικότητα (συνολικότερα) είναι εκείνη που αποδομεί, θρέφει, φέρνει εμπόδια και παράλληλα σχηματίζει και φωτίζει τον έρωτα όπως τον αντιλαμβάνονται σε όλο το εύρος των στίχων τους η Julia με τον Angus. Γονείς, επαγγέλματα, απογοητεύσεις, ταξίδια, λογαριασμοί και όνειρα στροβιλίζονται στα κεφάλια τους –όπως γίνεται εν τέλει και με όλους εμάς– παράγοντας έτσι ένα κατάφωρα πιστευτό τοπίο, στο οποίο απλώνονται οι μελωδίες των τραγουδιών τους.
Όμως προσοχή: δεν θα ακούσετε ούτε έναν καταθλιπτικό μονόλογο, ούτε κάποιο πεσιμιστικό ντελίριο, μήτε ατελέσφορες γκρίνιες. Τα πάντα ρέουν με ρεαλισμό, ποτέ με βαρετό συναισθηματικό μηδενισμό. Και πάνω σε αυτά τα θεμέλια χτίζεται ένας ήχος που χρωστά πολλά και σε πολλούς. Έχει δε αναλάβει να μας τον παρουσιάσει ο μέγας Rick Rubin, αυτός ο σαρδανάπαλος της κονσόλας. Ο οποίος και αφήνει τα αδέρφια Stone να απλώσουν την Carole King που έχουν μέσα τους, τις 1970s αστικές μπαλάντες, την indie folk χωρίς την κλάψα (γκουχου, γκουχου...), όσο εκείνος προσθέτει ανά φάσεις ένα πουσάρισμα στα ντραμς και γενικότερα στη ρυθμολογία· ίσα π.χ. για να βγάλει ένα minor indie hit διαμαντάκι όπως το "My Word For It".
Κάπου βέβαια μετά τη μέση παρατηρείται μια μικρή κοιλιά στο άλμπουμ, καθώς παραθέτονται μαζεμένες συνθέσεις που μάλλον παραμένουν στην αυθεντική μορφή στην οποία και ποιήθηκαν, δηλαδή κιθάρες και φωνή. Και θα χρειαστεί έτσι να φτάσουμε στο τελευταίο κομμάτι, το "Crash+Burn", για απολαύσουμε εκ νέου ένα μικρό, σχεδόν ψυχεδελικό ανασκολόπισμα ψυχής.
Δεν θα στοιχειώσει λοιπόν τη σιντιέρα σας το Angus & Julia Stone, ούτε και θα ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη στην indie σκηνή. Θα μου κάνει όμως φοβερή εντύπωση αν αυτός ο δίσκος δεν αποδειχθεί προζύμι για μια καλύτερη προσέγγιση των Fleetwood Mac (το 'πα, δεν άντεξα...), στο δισκογραφικό μέλλον των Αυστραλών. Είναι σημαντική η πιθανότητα να ακούσουμε δυνατά πράγματα από αυτούς στη συνέχεια των '10s.
{youtube}QkOb0aokSMU{/youtube}