Ομολογώ πως αντιμετώπισα με μια κάποια απορία, ίσως και καχυποψία, τη νέα δουλειά των James. Αφενός γιατί η όποια σχέση μου μαζί τους τερματίστηκε γύρω στο 2001, μ’ εκείνη την (προσωρινή όπως αποδείχθηκε) διάλυση, καθώς σχεδόν αγνοούσα την επανασύνδεσή τους το 2007 –επομένως και την έκτοτε στουντιακή δραστηριότητα. Αφετέρου διότι πόσο ουσιαστικώς (πέραν δηλαδή του τυπικώς) νέος θα είναι ένας δίσκος των James εν έτει 2014; Λαμβάνοντας μάλιστα υπ' όψιν πως, συχνά, αντιστοίχως «καινούργιες» δουλειές δεν είναι παρά η αφορμή (ή το πρόσχημα, ανάλογα πώς το βλέπει ο καθένας) για την επόμενη περιοδεία των βετεράνων δημιουργών τους.
Κι εδώ, σ’ αυτό το 12ο –αν δεν κάνω λάθος στο μέτρημα– στούντιο άλμπουμ των James, δεν απομακρυνόμαστε από όλα αυτά. Μεγάλο μέρος του La Petite Mort δείχνει φτιαγμένο απλώς για να λειτουργήσει ως «γέμιση» μεταξύ των επιτυχιών του ένδοξου παρελθόντος στην τρέχουσα περιοδεία των Άγγλων. Ίσως ένα μικρότερο μέρος να αντέξει μέχρι την επόμενη, νομίζω πάντως ότι οι στιγμές που μπορούν να σταθούν επαξίως στην πρώτη γραμμή της παρακαταθήκης τους είναι οδυνηρώς μετρημένες.
Θα μου πείτε, γιατί πρέπει σώνει και καλά να συγκρίνουμε; Μπορεί δηλαδή να είναι φανερό ότι οι James δεν πατάνε τις κορυφές τους, αλλά τι γίνεται με τα καινούργια τραγούδια; Αυτά τι λένε;
Θα απαντούσα πως η σύγκριση δεν μπορεί να αποφευχθεί –ακόμα κι αν προσωπικά συμφωνούσα πως ορισμένα από τα τραγούδια του La Petite Mort είναι όντως καλά. Διότι οι ίδιοι οι James βάζουν τον νέο τους δίσκο στη βάσανο της σύγκρισης, ψάλλοντας το ίδιο με τότε τροπάριο, ελαφρώς (δηλαδή ανεπαισθήτως) διαφοροποιημένο ως προς τη συνδεσμολογία του. Με τις όποιες διαφορές/εξελίξεις, δηλαδή, περιορίζονται στην επιφάνεια των πραγμάτων: σε κάποιες αποχρώσεις ή σε ορισμένες απολήξεις. Κατά το πλείστον, τα ίδια εκφραστικά εργαλεία χρησιμοποιούν και τους ίδιους τρόπους μηχανεύονται για να τσιγκλήσουν τα συναισθήματα των ακροατών. Σαν να κλείνουν πονηρά το μάτι στον καθένα ξεχωριστά, ψιθυρίζοντας: «ωραία, αφού σου ξανάρθαμε στο μυαλό, βάλε τώρα και κανένα απ’ τα παλιά να θυμηθείς πώς ήταν όταν το κάναμε σωστά».
Δεν πρόκειται βεβαίως περί κακοτεχνίας. Άλλωστε το περιβάλλον είναι τόσο οικείο, ώστε δύσκολα θα μπορούσε μια μπάντα με το μίνιμουμ της μουσικής οξυδέρκειας (το οποίο και διαθέτουν οι James) να αποτύχει καθολικώς. Δεν ξέχασαν την τέχνη τους δηλαδή· το πρόβλημα είναι ότι απλώς την περιφέρουν μέσα στον χρόνο, θεωρώντας πως ό,τι λειτουργούσε τότε, μπορεί αυτοδικαίως να λειτουργήσει και σήμερα. Αποστασιοποιημένοι από την όποια έννοια της ανακάλυψης ή της εξέλιξης, θέτουν οικειοθελώς τον εαυτό τους στην κατηγορία του απόμαχου, εκείνου που δεν του απομένουν πια παρά οι θύμισες του κάποτε ακμαίου εαυτού του.
Μοιραία καταλήγουν λοιπόν να παραγάγουν ρέπλικες των όσων αποκρυσταλλώθηκαν μέσα στα χρόνια ως το «μουσικό ιδανικό» τους. Στην καλύτερη, τέτοιες ρέπλικες είναι αρκετά πιστές αναπαραστάσεις του πρωτοτύπου –οπότε και η γενική συζήτηση περί μουσικού συντηρητισμού στιγμιαία κατευνάζεται. Στη χειρότερη, αποδεικνύονται αυτάρεσκες αναπαραγωγές μοτίβων, τα οποία έχουν πια χάσει με τα χρόνια (σημαντικό μέρος από) την αψάδα τους. Έπειτα, κι αυτό το παρελθόν που αναπαρίσταται, ίσως να μην είναι καν η κορυφή των James, αλλά απλώς η πιο «φτασμένη» εκδοχή τους: εκείνος ο κάπως «ανθεμικός» εαυτός τους, που περισσότερο παραπέμπει στην αισθητική του “Getting Away With It” και λιγότερο σ’ αυτήν του “Lose Control” ή του “Say Something”, με την επιδερμική μελαγχολία μπροστά από καλογυαλισμένες «θετικές σκέψεις». Κάπου εδώ, βεβαίως, ελλοχεύει και η τύπου Coelho ποιητική του Tim Booth, με όλη της την αφέλεια, τη φλυαρία, μα και με την όποια αλήθεια της.
Νομίζω πως γενικώς είναι ένας κουρασμένος δίσκος αυτός ο Μικρός Θάνατος. Ικανός να κάνει ένα-δύο γκελ στα αυτιά των οπαδών των James ή να δείξει στους υπολοίπους ότι κάτι κουτσοκαταφέρνουν ακόμα, όχι όμως για κάτι περισσότερο.
{youtube}bCK4Rul948I{/youtube}