Πέρα από τις άξιες θαυμασμού ευαισθησίες των straight edge μελωδικών πανκροκάδων από το Σικάγο και την επιμονή για την ανάδειξή τους σε κύριο θεματικό πυλώνα της δισκογραφίας τους, δεν υπάρχουν και πολλά –αντικειμενικής χροιάς– μουσικά προσόντα που ενδείκνυνται να χρησιμοποιηθούν προς υπεράσπιση της «average Joe» προσέγγισής τους στο σύγχρονο πανκ τοπίο. Δύσκολα φτάνεις άλλωστε σε διαφορετικά συμπεράσματα ακούγοντας το νέο τους άλμπουμ, καθώς φέρνει λιγότερο σε black market και περισσότερο σε corporate megastore.
Βλέπετε, το μελωδικό hardcore δεν αποτελεί και το πιο ταιριαστό πεδίο επιχειρηματολογίας υπέρ της PETA και λοιπών κοινοφελών οργανισμών· πόσο μάλλον για ακόμα σημαντικότερα κοινωνικοπολιτικά θέματα από εκείνα που αρέσκονται (χρόνια τώρα) να θίγουν οι Rise Against. Δεν είναι το casual κολεγιακό ροκ το μουσικό χαλί που θα δώσει την απαιτούμενη βαρύτητα σε μια τέτοια στιχουργική, ούτε και μπορεί να τη σηκώσει η ανιαρή συνθετική ελαφρότητα, η οποία –στην καλύτερη των περιπτώσεων– κεντράρει σε εφηβικά ακροατήρια. Κακά τα ψέματα, τα ματζόρε ακόρντα μπορεί να ταιριάζουν γάντι στη vegeterian/no drugs/no alcohol κοσμοθεωρία της μπάντας, αλλά δύσκολα διεγείρουν τα ώτα: η όποια χρηστικότητα μάλλον εξαντλείται σε μια χλιαρή καλοκαιρινή ακρόαση, στο φόντο κάποιας άλλης ασχολίας. Κάτι που σταδιακά έγινε αντιληπτό και από τον ίδιο τον Tim McIlrath, ο οποίος άρχισε να ξεμένει από θεματικές ιδέες ακτιβιστικού προφίλ, γυρίζοντάς το σε πιο εσωστρεφείς αναζητήσεις.
Έτσι, το Black Market κατέληξε ως ένα ακόμα δισκάκι θετικά προσκείμενο στην under-age εμπορικότητα, απλά με ολίγον πιο προσωπικούς στίχους αυτήν τη φορά και με εμφανώς περιορισμένα τα πιο hardcore στοιχεία της μουσικής των Rise Against –καταφανέστατα ως απόροια της παραμονής του Zach Blair στο κιθαριστικό πόστο για τρίτο σερί δίσκο (ρεκόρ για τη μπάντα, αφού στη συγκεκριμένη θέση έχει θητεύσει κόσμος και κοσμάκης) και της πιο alternative rock λογικής που αυτός ακολουθεί. Τα highlights εξαντλούνται λοιπόν γρήγορα ("The Eco-Terrorist In Me", "A Beautiful Indifference", "Zero Visibility") και το σύνολο δεινοπαθεί να υπερβεί το χιλιοακουσμένο, ψάχνοντας ένα κάποιο στίγμα στον μοντέρνο αμερικάνικο ροκ ήχο. Αποτυγχάνει. Όπως αποτυγχάνει να σχετιστεί, έστω και ελάχιστα, με το ύφος που και οι ίδιοι οι Rise Against πρέσβευαν στα πρώτα τους βήματα.
Φυσικά και δεν είναι κακό για ένα μουσικό σχήμα να αλλάζει και να εξελίσσεται. Πολλές φορές κάτι τέτοιο αποτελεί μάλιστα και βασικό ζητούμενο σε μια κριτική, ειδικά αν μιλάμε για τον 7ο στούντιο δίσκο στην πορεία ενός καλλιτέχνη, όπως εδώ. Αρκεί όμως μια τέτοια αλλαγή να μην σημαίνει την απαξίωση του παρελθόντος του και την αλλοίωση του χαρακτήρα του, χάριν radio-friendly εμπορικών φιλοδοξιών. Αλλά εδώ συμβαίνει ακριβώς αυτό, τοποθετούμενο κάτω από το όνομα των Rise Against και απομυζώντας όλη την ουσία του.
{youtube}FqQsZ8g8KHQ{/youtube}