Στην πρώτη εμφάνιση των Fu Manchu στην Αθήνα (1999, στη Σφεντόνα) είχα την τύχη να είμαι με την τότε μπάντα μου (τους Feedbacking The Grass) το support act της συναυλίας –η μόνη σχέση μας, ηχητικώς μιλώντας. Οι Αμερικανοί ήταν κουρασμένοι από την τουρνέ, ευγενικοί αλλά απόμακροι, πάντως πάνω στο σανίδι αποδείχθηκαν μπάντα απίστευτα δεμένη, πράγματι βουτηγμένοι στην κουλτούρα των vintage αυτοκινήτων την οποία υμνούσαν στους δίσκους που τους είχαν κάνει γνωστούς σε κάθε heavy/stoner χώρο του πλανήτη. Ουδόλως τυχαίως, τους θυμάμαι να φορούν μπλούζες με τους Ντιούκς και άλλα t-shirts, που θα ορκιζόσουν πως τους είχαν δοθεί ως δώρο μαζί με κάποιο τεύχος του αμερικάνικου 4 Τροχοί. Σημειώστε δε πως δεν επρόκειτο για promo, γιατί τα φορούσαν εκτός σκηνής· αναρωτήθηκα τότε αν είχαν και μποξεράκια με παρόμοια σχέδια.
Από αυτό το peak που γνώρισαν σ' εκείνα τα χρόνια με άλμπουμ όπως το King Of The Road (2000) και το Daredevil (1995) κύλησε πολλή άμμος, ήλιος και λάδι μηχανής στον κινητήρα τους. Οι Fu Manchu μπήκαν για ένα μικρό διάστημα στον προθάλαμο της μεγάλης επιτυχίας, ποτέ όμως τελικά δεν κατάφεραν να τη γευτούν. Παρέμειναν βέβαια ακέραιοι στη συνέχεια και εξακολουθούν να περιοδεύουν σαν παλαβοί, βγάζοντας μάλιστα και δίσκους σε μόνιμη βάση. Για όσους δεν γνωρίζουν/αναγνωρίζουν/παραδέχονται, η εποχή του σπιντάτου (Kiss alike, αποδεχθείτε το επιτέλους θιασώτες του είδους) stoner πέρασε ακριβώς επειδή το ιδίωμα αφομοιώθηκε μέσα σε άλλα μουσικά ζητήματα, καθώς η αναβίωση των 1970s έγινε και πάλι σοβαρή υπόθεση κατά τα τελευταία χρόνια. Οπότε η σεβεντίλα τέτοιων συγκροτημάτων δεν μπορούσε πια να περνάει ως άποψη: έδειχνε, αντιθέτως, ως μια αποκομμένη από τη σημερινή διάσταση γεροντολογία.
Όμως αν κοιτάξεις μια σημερινή φωτογραφία των Fu Manchu, παρατηρώντας το πέρασμα του χρόνου από πάνω τους, τα λίγα κιλά που έχουν προστεθεί στα λιπόσαρκα κορμιά τους, τα μαλλιά που έπεσαν σε κάποιες περιπτώσεις και τα ελαφρώς πιο κάζουαλ ρούχα, θα καταλάβεις ότι συμβαίνει ένα και μόνο πράγμα. Όχι συντήρηση ρε! Μην προκαταβάλεστε, οι θερμόαιμοι της εφηβικής τεστοστερόνης ως μοναδικής οδού προς την αφιονισμένη ροκαρία. Και μην αρχίζετε οι υπόλοιποι τα «ρε μαλάκα, τι παπαριές λες τώρα για τα μαλλιά και τα ρούχα τους, βαράνε οι Καλιφορνέζοι ή τζάμπα μας τρως τον χρόνο;». Διότι η σημειολογία εξηγεί την αισθητική. Και η αισθητική των Fu Manchu του '14 είναι εκείνη ανθρώπων που, λόγω ηλικίας, σκάβουν βαθύτερα στις ρίζες τους. Και όντως, αυτό ακριβώς κάνουν στο Gigantoid.
Μας τελείωσαν δηλαδή τα ακούσματα από Kiss, Blue Öyster Cult και Cactus. Άρα τι απέμεινε; Ο Jimi Hendrix;! Τι λες μωρέ, εμείς δεν είμαστε των γκιταροσόλων, γιατί μεγαλώσαμε και μέσα στο hardcore που κάτι τέτοια τα έχει γραμμένα… Ποιοι; Οι Who;; Τι λες ρε ζουρλέ, σιγά μην το ρίξουμε και στους Procol Harum! Καλοί ήταν, ΟΚ, αλλά ντηζέρτι (εκ του desert) και acid ζαντολάστιχο δεν βγάζουν που να τόνε βάλεις τον μυτόγκα τον Townshend να κυνηγά εξωγήινους στην Area 54. Κράτα το Αμερική λοιπόν, όπως και να έχει. Και κράτα το και acid. Βάλε όμως fuzz, βάλε και λίγο σκούξιμο (διότι πάντα φωνάζουμε, δεν τραγουδάμε ακριβώς). Τι σου έρχεται; Α, μπράβο! Οι Blue Cheer... Μακροσκελή ακόρντα γεμάτα τριζάτο echo, φωνή μέσα στη μίξη και όχι πάνω στη σύνθεση, βάλ'τον μωρέ να τραγουδάει και λίγο πιο πάνω, κάπου εκεί στον θόλο του ουρανίσκου. Κάνε και το μπάσο να ακούγεται λες και είναι μονόχορδο και μπορεί ο ακροατής να νιώσει τη Μι να πάλλεται στα αυτιά του.
Και επειδή μεγάλα παιδιά είμαστε, δεν γίνεται να τραγουδάμε για παραισθήσεις και για το πώς είδαμε τον Ιησού φαντάρο. Θα μιλήσουμε –μιας και το δικαιολογεί έτσι κι αλλιώς η καταγωγή του ονόματός μας– για τη σκληρή κοινωνική μηχανή που στύβει στο μέλλον τους πολίτες, για καραγιάληδες οι οποίοι ήρθαν από το διάστημα να μας εξαερώσουν, για γαζούλια έντομα που θα μας φάνε όλους, για μια παραισθητική κοινωνία όπου ο κόσμος θα διασκεδάζει και δεν θα πονά (ναι μωρέ, έχουμε ακούσει και Beach Boys, αλλά πού να τους χωρέσεις τώρα, μια αέρα τους περνάμε από τους στίχους). Θα κάνουμε βέβαια και λίγο πλάκα και όποιος το καταλάβει, το κατάλαβε· με το "Radio Station Sagittarius" να θυμίζει το "Magnolia Caboose Babyfinger" των Blue Cheer που λέγαμε και φύγαμε.
Κι εμείς τι λέμε; Εμείς γουστάρουμε, διότι και τελειωμένοι Τσηράκηδες είμαστε και πολύ καλά περνάμε με το δίπτυχο επιστημονικής φαντασίας (τσέκαρε και το εξώφυλλο, θυμίζει παλιές καλές εποχές με τεχνικές πραγματικού κολλάζ και όχι Photoshop) και λυσσεργικού ακόρντου. Μέχρι εκεί, βέβαια. Αλλά μήπως κάνω λάθος που περιμένω κάτι παραπάνω; Ναι, κάνω. Και χρεώνεται αποκλειστικά σε μένα. Διότι το Gigantoid των Fu Manchu είναι ένας δίσκος φτιαγμένος με την απολαυστική λογική Μπυρόνι, Τιμόνι & Sci-Fi Φάσωμα, που τους βρίσκει να παίρνουν ξανά τα πάνω τους, μετά τις μέτριες δουλειές των τελευταίων ετών.
{youtube}gKqWV2cmH3Y{/youtube}