«Θέλω οι άνθρωποι να με βλέπουν ως μουσικό σε άμεση σύνδεση με την ιστορία της τζαζ κιθάρας, που παράλληλα επέκτεινε και μερικά σύνορα».
Μεγάλη υπόθεση για έναν καλλιτέχνη να αγγίζει το όριο που μόνος τοποθέτησε για τις φιλοδοξίες του. Και στα 69 του, ο John Abercrombie έχει κατορθώσει να φτάσει εκεί ακριβώς που θέλησε, ύστερα από μια μακρά πορεία στην οποία διακρίθηκε τόσο ως μουσικός, όσο και ως δημιουργός. Ο Στυλιανός Τζιρίτας επαίνεσε πρόσφατα το –καταπληκτικό, όντως – Sargasso Sea που ποίησε στα 1976 μαζί με τον Ralph Towner, υπάρχουν δε κάμποσες ακόμα δουλειές άξιες αναφοράς. Στις οποίες η κιθάρα του Αμερικανού βιρτουόζου δοκίμασε διαδρομές (προς το fusion, προς τη free jazz, προς πιο αβανγκάρντ κατευθύνσεις) και δοκιμάστηκε επιτυχώς σε ένα πλαίσιο οριοθετούμενο πότε από τρίο, πότε από κουαρτέτα, πότε από συνεργασίες με άλλους δεξιοτέχνες της μεγάλης τζαζ οικογενείας.
Κάτι όμως που δεν ρωτάει ποτέ κανείς ακούγοντας τέτοιες ιστορίες, είναι το μετά. Τι γίνεται δηλαδή μετά, αφού φτάσεις στα σύνορα; Δεν υπάρχει θεωρία, ούτε κι εύκολες απαντήσεις: κάποιοι (λίγοι) οδεύουν προς άλλες πολιτείες, κάποιοι (πολλοί) μετασχηματίζονται σε φορμαλιστές, αναπαράγοντας εύσχημα ή άσχημα την παρακαταθήκη τους· μερικοί γίνονται απλά συντηρητικοί βετεράνοι. Η περίπτωση του Abercrombie είναι μάλλον η τρίτη. Έτσι τουλάχιστον τον φανερώνουν αυτά τα 39 Σκαλοπάτια, η φετινή του δηλαδή σύμπραξη με το πιάνο του Marc Copland, το κοντραμπάσο του Drew Gress και τα κρουστά του Joey Baron: ως έναν βετεράνο κινούμενο στο κλειστό (πλέον) σύστημα των κεκτημένων, πτυχές του οποίου και επαν-εξερευνά, βασισμένος στις ατομικές ποιότητες του ιδίου και των συνοδοιπόρων.
Ασφαλείς λοιπόν οι διαδρομές του 39 Steps. Εν πολλοίς, απευθύνεται σε όσους μαζεύουν το οτιδήποτε ECM –άριστη παρεμπιμπτόντως η παραγωγή του Manfred Eicher– και σε όσους ήδη δηλώνουν θαυμαστές του Abercrombie στυλ και ψάχνουν ακόμα μία γύρα αυτών των χαρακτηριστικών «αραιής πυκνότητας» κιθαρισμών του. Είναι δίσκος που δεν αναζητά νέους φίλους μα επιδιώκει να εντυπωσιάσει τους παλιούς, κυρίως μέσω της διάδρασης που αναπτύσσεται μεταξύ Abercrombie και Copland πάνω στον οικείο ECM καμβά. Πράγματι, η τελευταία αναδεικνύεται στο ισχυρότερο χαρτί της δουλειάς και δείχνει να υπαγορεύει τις βασικές της κατευθύνσεις: όταν η τετράδα μαζεύεται για έναν πιο αυθόρμητο ομαδικό αυτοσχεδιασμό ("Shadow Of A Doubt"), το αποτέλεσμα ακούγεται ξένο προς το πνεύμα του συνόλου –όπως το σφυρηλατούν επιφανείς στιγμές σαν το "Bacharach" ή το "Spellbound".
Πολλά έτσι από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του 39 Steps έχουν να κάνουν με μια διάσταση που αφορά μονάχα ανθρώπους οι οποίοι παίζουν και οι ίδιοι μουσική –πρωτίστως τζαζ μουσική. Και είναι (συχνό) λάθος να κρίνονται τέτοιοι δίσκοι με βάση το αν ο τάδε ή ο δείνα βιρτουόζος πετυχαίνει να αναδείξει «ένα ηχόχρωμα με χροιές διαφορετικών αποχρώσεων», όπως διαβάζω σε μια κριτική ότι κάνει εδώ ο Copland. Σιγά δηλαδή που δεν θα κατάφερνε κάτι τέτοιο ολάκερος Marc Copland, συμπράττοντας με έναν άνθρωπο με τον οποίον γνωρίζεται μουσικά εδώ και 40 χρόνια!
Το 39 Steps έχει πράγματι θαυμάσια παιξίματα· πρόκειται για δουλειά σφιχτά δεμένη, λεπτομερώς επιμελημένη, με σωστή ροή, η οποία θα κάτσει εύκολα στο αυτί ακόμα και ανθρώπων χωρίς ιδιαίτερη επαφή με την τζαζ. Abercrombie, Copland, Gress & Baron βαθαίνουν ενδεχομένως τη δική τους σχέση μαζί της, ως προς τη μουσική όμως δεν έχουν και πολλά να πουν: επαναλαμβάνουν ιστορίες που έχουμε ξανακούσει. Και δεν αποφεύγουν να κουράσουν λίγο...
{youtube}kZcz0Mnx7HU{/youtube}