O Micah P. Hinson δεν κατατάσσει τον εαυτό του πουθενά.
Το μόνο που θέλει είναι να γράφει και να παίζει μουσική, πότε κράζοντας το αμερικάνικο όνειρο και πότε μελετώντας την παρακαταθήκη του Johnny Cash (αλλά και του John Denver). Εμφανίζεται ως ένας μάλλον περιθωριακός Αμερικανός αντι-ήρωας, στον οποίον αρέσει να φτιάχνει ο ίδιος τα εξώφυλλα των δίσκων του, χρησιμοποιώντας θολές, ατμοσφαιρικές φωτογραφίες που τραβάει κατά περιόδους παρέα με τη σύντροφό του. Και η ταμπέλα του περιθωρίου εδώ δεν υπάρχει κατ’ επίφαση: ο Hinson έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου από μικρή ηλικία –ναρκωτικά και δρόμος και καμία ελπίδα, ούτε φως στο τούνελ– μέχρι που πήρε την απόφαση να τα πετάξει όλα από πάνω του και να στραφεί στην αγάπη του για την ποίηση, παρακολουθώντας μαθήματα Αγγλικής Λογοτεχνίας και γράφοντας μουσική.
Φέτος, ο 33χρονος μουσικός επιστρέφει στη δισκογραφία μετά από περίπου 4 χρόνια, με ένα άλμπουμ στο οποίο ακολουθεί τη γνωστή συνταγή: εκείνη που τον θέλει να πατάει πάνω στις ατμόσφαιρες της κάντρι και του ροκαμπίλι, της violent folk (όπως ονομάζει ο ίδιος τη μουσική του), της μελαγχολικής ποπ και της παρακαταθήκης των 1950s.
Οι slide κιθάρες, το πιάνο και τα βιολιά που τόσο αγαπάει να εντάσσει στον ήχο του, διατρέχουν μελωδίες γεμάτες πόνο και ήλιο, χτίζοντας ένα κοντράστ παρόμοιο μ' εκείνο που διέκρινε και το προηγούμενο άλμπουμ του And The Pioneer Saboteurs (2010). Έτσι, παραδοσιακές κάντρι γραμμές συναντούν τις folk ποιότητες και την εσωστρέφεια ενός Bill Callahan, ενώ οι επιρροές από το ροκαμπίλι και το πανκ αφυπνίζονται και αφομοιώνονται εξαιρετικά πάνω στο ηχητικό τοπίο που φτιάχνει ο Τεξανός μουσικός. Εκρηκτικές στιγμές ροκ διαύγειας με κιθάρες οι οποίες ηλεκτρίζουν την ατμόσφαιρα εναλλάσσονται με αργόσυρτες μελωδίες του Νότου, με την εικόνα της απόλυτης παράδοσης στη σκόνη και με εξαιρετικές μπαλάντες δοσμένες μονάχα με ένα γυμνό πιάνο –όπως το “I Ain’t Nothing”– να αφήνουν μια έντονη αίσθηση κατάνυξης.
H βαθιά φωνή του Hinson, με το σπασμένο βιμπράτο, σε κάνει να αναρωτιέσαι (ξανά) πώς ένας νέος άνθρωπος μπορεί να κουβαλάει τόση κούραση και βάρος στην έκφρασή του. Άλλωστε ο τρόπος με τον οποίον τραγουδάει, άλλοτε με φαλτσαριστή απόγνωση κι άλλοτε σαν ένα σκυλί που αλυχτάει, ενδυναμώνουν την αίσθηση ότι αυτός ο άνθρωπος σηκώνει όλο το βάρος του κόσμου στην πλάτη του.
Από την άλλη, ίσως ειδικά στη συγκεκριμένη δουλειά να έπαιξε καθοριστικό ρόλο και το (πολύ άσχημο) αυτοκινητιστικό ατύχημα που είχε το 2011 στην Ισπανία, το οποίο λίγο έλειψε να του κοστίσει τη ζωή· μπορεί να μην πέθανε, έμεινε όμως ουσιαστικά χωρίς χέρια, αφού για μεγάλο διάστημα δεν ήξερε αν θα μπορέσει να χτυπήσει έστω και μία νότα στην κιθάρα του. Και είναι υπό τέτοιες συνθήκες που ξεκίνησε την ηχογράφηση του παρόντος δίσκου, χάρη στη βοήθεια φίλων του (Twilight Sad, T. Nicholas Phelps), αλλά και μιας τοπικής ομάδας Ισπανών μουσικών (The Aquattro String Quartet). Μια μικρή ή μεγαλύτερη γεύση θανάτου αλλάζει σχεδόν πάντοτε τους ανθρώπους. Και στην περίπτωση του Hinson αυτό που άλλαξε –εκτός από την ενδυνάμωση της στωικότητας και του «βάρους» στη χροιά της φωνής του– είναι και η σαρκαστική προσέγγιση που εμφανίζει τώρα πάνω στο υπαρξιακό ζήτημα. Η οποία φαίνεται καθαρά και στον τίτλο του δίσκου, αν τον δούμε όλο μαζί: Micah P. Hinson And The Nothing.
Πέρα ωστόσο από τον σαρκασμό του «τίποτα» και χωρίς να ξεφεύγει πολύ από τα μονοπάτια που μας έχει συνηθίσει, ο Τεξανός τραγουδοποιός καταφέρνει να φτιάξει (και πάλι) ένα άλμπουμ με αξιοπρόσεχτη ενορχήστρωση, γεμάτο αντιθέσεις, αλλά με διόλου εύθραυστες ισορροπίες. Μια δουλειά που μπορεί να καταχωρηθεί ως μία από τις πιο προσωπικές του, η οποία τον κρατάει γερά στις ράγες των τροβαδούρων που έχουν κάθε φορά κάτι αληθινό να μεταδώσουν –εκτός συρφετού.
{youtube}KGj7MfbmFnM{/youtube}