Ως άλλος Σταυροφόρος, ο Chino Moreno επανέρχεται φέτος σε πιο ηλεκτρονικά μονοπάτια, αφού δοκίμασε τις δυνάμεις του στους post-rock προσανατολισμούς των Palms λίγους μήνες νωρίτερα (κριτική εδώ). Μπορεί να πέρασε καιρός από την εποχή των τριπχοπαριστών Team Sleep, πάντως ο Moreno δεν άφησε πίσω την αγάπη του για ηχητικά τοπία πιο πειραματικής λογικής και πιο ηλεκτρονικής υφής, σαν κι εκείνα που είχε πρωτοεξερευνήσει στο πρώτο μισό των '00s. Δεν δίστασε λοιπόν να αναλάβει εξ ολοκλήρου το φωνητικό σκέλος της μουσικής που έγραφε ο κολλητός του Shaun Lopez (των Far) παρέα με τον Chuck Doom· και, κάπως έτσι, εγένετο †††.
Δείγματα της μουσικής κατεύθυνσης των Σταυρών φάνηκαν το 2011, μέσω ενός (δωρεάν) EP, το οποίο απέκτησε διάδοχο το επόμενο κιόλας έτος, με σχέδια για ολοκλήρωση της τριλογίας με ένα ακόμα mini album. Το τελευταίο δεν εμφανίστηκε τελικά ποτέ, μιας και ο Moreno επικεντρώθηκε στο Koi No Yokan των Deftones (δισκάρα παρεμπιπτόντως). Τώρα λοιπόν που οι τελευταίοι αποφάσισαν να προχωρήσουν σε διάλειμμα ενός έτους προς ξεκούραση και ανασύνταξη δυνάμεων μετά τις συνεχόμενες περιοδείες, οι Crosses επανήλθαν στο προσκήνιο, κυκλοφορώντας το πρώτο τους ολοκληρωμένο άλμπουμ. Αποτελούμενο από 15 τραγούδια και με διάρκεια που σχεδόν αγγίζει τη μία ώρα, το Crosses ολοκληρώνει το προαναφερθέν τρίπτυχο κυκλοφοριών, αφού ουσιαστικά αποτελείται ισομερώς από τα τρία εκείνα EP που λέγαμε.
Με τη διάταξη των κομματιών να δημιουργεί διαδοχικές τριάδες (ένα από κάθε EP) και με το έντονα στυλιζαρισμένο artwork των σταυρών πανταχού παρόν, διαφαίνεται έντονα μια θρησκευτική αλληγορία, η οποία πάντοτε ενδιέφερε τον ίδιο τον Moreno, αλλά καθαρά σε στυλιστικό επίπεδο –σημειώστε ότι το πρώτο όνομα του project ήταν Holy Ghost. Το περιεχόμενο από την άλλη αποτελεί μια σκοτεινή, ατμοσφαιρική πρόταση με (έντονα) ηλεκτρονικά στοιχεία, alternative ταυτότητα, «κινηματογραφικές» πτυχές και προσεγμένες ποπ φόρμες.
Παρότι όμως το Crosses εμπεριέχει μερικά εξαιρετικά τραγούδια, υπερβάλει ποσοτικά και καταλήγει να χύνει το γάλα, ξεφουσκώνοντας όσο περνάει η ώρα. Μπορεί οι κορυφώσεις να μην είναι λίγες, είναι όμως συγκεντρωμένες κυρίως στο πρώτο μισό του δίσκου: "This Is A Trick", "Telepathy", "Bitches Brew", "The Epilogue" & "Bermuda Locket". Η συνέχεια αποδεικνύεται τουλάχιστον υποτονική –ασχέτως με το downtempo της υπόθεσης– έως ότου επέλθει το διττά εξαιρετικό coda με τα "Prurient" και "Death Bell" να κλέβουν την παράσταση, σώζοντας την κατάλληλη στιγμή τον δίσκο από τη βαθμολογική βάση.
Η γνώριμα αισθαντική πλευρά των βοκαλισμών του Moreno ταίριαξε πάντως γάντι στον κόσμο των Crosses –κόσμο που προοριζόταν αρχικά να κατοικηθεί φωνητικά από διάφορους guest τραγουδιστές. Σαν πρώτο ολοκληρωμένο βήμα, εντούτοις, το ομώνυμο άλμπουμ τους φαντάζει μεν κατά διαστήματα ιδανικό, πάσχει όμως σε έντονο βαθμό από ζητήματα συνέχειας, καθώς και από μια συγκεχυμένη ηχητική προσέγγιση (προέρχεται θαρρώ από τον lo-fi χαρακτήρα της παραγωγής). Στέκει έτσι μετέωρο μεταξύ μιας μέτριας και μιας άρτιας πρότασης, ως απόρροια της quantity over quality λογικής του.
{youtube}QBN-1Q0_Fiw{/youtube}