Μπλα μπλα μπλα My Bloody Valentine, μπλα μπλα μπλα Jesus & Mary Chain, μπλα μπλα μπλα shoegaze...
Περιορίζοντας τη διοχέτευση της πληροφορίας στο ελάχιστο ως προς την επαρκή σημειολογική στοιχειοθέτηση των τριών πόλων ενδιαφέροντος του μπητλικού Sith τερατουργήματος, προτίμησα (αντί προλόγου και αντίστοιχης ενδελεχούς παρουσίασης για το τι εστί Ringo Deathstarr), να αφαιρέσω τυχόν σάλτσες, ψευδο-αναλύσεις και ασαφείς βερμπαλισμούς, χάριν μιας εντελώς Γκούφυ εισαγωγής. Και η αλήθεια είναι πως δεν χρειάζονται περισσότερα στοιχεία στη διάθεση της συντριπτικής πλειονότητας των μουσικόφιλων για να αποφασίσουν αν θα ασχοληθούν με την εν λόγω μπάντα, αν θα λατρέψουν ή αν απλά θα προσπεράσουν.
Στο τρίτο του πλήρες δισκογράφημα το τρίο από το Ώστιν του Τέξας συνεχίζει να διαπρέπει στην απόδοση αυτής της παράδοξης μίξης μεταξύ noise rock και dream pop, που τόσο μεγάλη ανταπόκριση βρήκε στο φιλόμουσο κοινό ένα τέταρτο του αιώνα πίσω. Χρησιμοποιώντας έτσι ένα τείχος από δυνατές κιθάρες το οποίο συγκαλύπτει τις ποπ ευαισθησίες τους, οι Ringo Deathstarr του GodsDream επιτυγχάνουν –για ακόμη μία φορά– να χαθούν στην άβυσσο μιας εκκωφαντικής κιθαριστικής ενδοσκόπησης, με το τρέμολο να δουλεύει υπερωρίες και με τους θορυβώδεις δρόνους να αντιμετωπίζονται ως πανάκεια, στον δρόμο που χάραξε το Loveless και οι μυριάδες κλώνοι του.
Ο κύριος διαχωριστικός παράγοντας από άλλα παρεμφερή γκρουπ, δηλαδή η διττή soft ανδρόγυνη βοκαλιστική των Alex Gehring & Elliot Frazier, αποτελεί κι εδώ το σημείο αναφοράς –προσφέροντας πολύτιμο αντίβαρο στον ζόφο της εξάχορδης παραμόρφωσης που (ενίοτε) κυριαρχεί. Κατά τα λοιπά, στα 9 τραγούδια του Gods Dream εμπεριέχονται όλα εκείνα τα στοιχεία που πρωτοσυναντήσαμε στα δύο πρώτα άλμπουμ των Αμερικανών, Colour Trip (2011) και Mauve (2012), χωρίς όμως το ξεχείλωμα που χαρακτήρισε σε μέσες άκρες το δεύτερο. Μεγάλο πουλέν, και πάλι, η εύθραυστη γοητεία της Alex Gehring, της οποίας η κομψή παρουσία κοσμεί και το καταπληκτικό εξώφυλλο· το δε ταλέντο της αποτελεί επίκεντρο του ομώνυμου του δίσκου κομματιού.
Δεν είναι λίγες λοιπόν οι νικηφόρες στιγμές σε αυτό το επικεντρωμένο στη γιαπωνέζικη αγορά Θείο Όνειρο, ούτε λείπει από τους Ringo Deathstarr το ταλέντο και η προοπτική. Μόνο όμως όταν η νοσταλγία και η πιστή απόδοση της μουσικής των ηρώων της μπάντας βρεθούν σε δεύτερη μοίρα απέναντι στη συνθετική της φλέβα θα μπορέσουμε να μιλήσουμε ανοιχτά για ένα πραγματικά αξιόλογο δισκογραφικό βήμα. Έως τότε, πονήματα σαν και το εν λόγω θα αποτελούν μικρές μα καθόλου ένοχες απολαύσεις –κομμάτια σαν το “Nowhere” είναι άλλωστε φτιαγμένα για να παίζουν στο repeat– αλλά με σχετικά χαμηλοτάβανο βαθμολογικό περιθώριο.
{youtube}0RZcMj7ZaFs{/youtube}