Με το πέρασμα του χρόνου, κάθε νέος οργανισμός αντλεί μνήμη από εκατομμύρια χρόνια· από εκεί κληρονομεί τα ένστικτά του και όλοι συμμετέχουμε στον κοινό ωκεανό μνήμης και έκφρασης. Αυτή η θεωρητική ιδέα της συλλογικής μνήμης μπορεί να εξηγεί τα άμεσα άλματα στην επιστήμη από νέα μυαλά μεσαίου βεληνεκούς, σε σχέση με τα μικροσκοπικά βήματα που σημείωσαν οι ιδιοφυΐες των περασμένων αιώνων ή να εξηγεί την άριστη εξοικείωση με τα smartphones από 12χρονα χωρίς εκπαίδευση, μέσα σε λίγη ώρα. Σε επίπεδο δε καλλιτεχνικής αυτοέκφρασης και δημιουργίας, εφαρμόζεται –και αποδεικνύεται– μέσα από νιοστά παραδείγματα της ποπ κουλτούρας.
Πώς αλλιώς μπορεί κάποιος να εξηγήσει την εξαιρετικά σύνθετη και πολυεπίπεδη δουλειά 19χρονων όπως Kendrick Lamar ή ο Earl Sweatshirt, οι οποίοι γεφυρώνουν ένα βαθύ χάσμα, από το Yo! MTV Raps των συνομήλικών τους της δεκαετίας του 1980, μέχρι τον βρώμικο, βιομηχανικό ήχο του μέλλοντος; Το εντυπωσιακό με το δισκογραφικό αυτό ντεμπούτο του νεοσσού ράπερ είναι το βάθος της έκφρασης –γίνεται καλύτερο με την επανάληψη– και ο πυρετός που βασανίζει τις στιχομυθίες, τις οποίες είναι σχεδόν ακατόρθωτο να παρακολουθήσεις.
Μέσα στο μαστουρωμένο μα τέρμα αγχωτικό σύμπαν του νεαρού Sweatshirt, η dubby ατμόσφαιρα πυκνώνει και δίνει χώρο στα σκοτεινά beat (τα οποία φέρνουν στο μυαλό τους N.E.R.D. με πειραγμένες ταχύτητες), στα weed-oriented παραληρήματα (που θυμίζουν τους Cypress Hill στα πιο εσωστρεφή τους) και σε εξάρσεις εφηβικού μισογυνισμού (το «I’ll fuck the freckles off your face, bitch» που ξεστομίζει ο RZA στο “Molasses”). Όμως σε τεχνικό επίπεδο η δουλειά του Sweatshirt και των παραγωγών είναι εξαιρετική. Μνημονεύει τον Aphex Twin(!) στο “Guild”, μπολιάζει με βαρύ κιθαριστικό sample το “Hoarse” και χρησιμοποιεί το σκοτεινό χιούμορ των Wu-Tang Clan για τις μανούβρες του, ενώ το beat του Pharrell Williams στο “Burgundy” χτίζει πάνω στη ζορισμένη μουρμούρα των φωνητικών του 19χρονου.
Τη νεανική οργή του Thebe Neruda Kgositsile ίσως να τη γεννοβολάνε οι μετά-εφηβικές ανασφάλειες, ίσως να οφείλεται στις δυσλειτουργικές οικογενειακές ισορροπίες τις οποίες έχει ζήσει (εκφράζονται βιωματικά και μακριά από τις καρτούν-περιγραφές του Eminem) ή μπορεί και να την αντλεί από το σύνηθες σύνδρομο σολιψισμού των εγωκεντρικών ράπερ: όπως και ο Kendrick Lamar πέρσι, έτσι και ο Earl Sweatshirt διακατέχεται από μια αίσθηση ότι όλος ο ντουνιάς του χρωστάει.
Σε κάθε όμως περίπτωση, πέρα από ψυχαναλυτικά άλλοθι, η αίσθηση αυτή εκφράζεται δημιουργικά και αποκτά μια ανέλπιστα μεθοδευμένη οργή, ακόμα και στα πιο δυσπρόσιτα τραγούδια. Ίσως τα κρίσιμα σημεία όπου το Doris χωλαίνει να είναι εκείνα όπου οι αναφορές στα ναρκωτικά ακούγονται άτσαλα εμβόλιμες και ολίγον «συνηθισμένες», σε ένα σύνολο που στο μεγαλύτερο μέρος του διεκδικεί πανάξια το ξεχειλωμένο από την προσπάθεια credit του «φρέσκου».
Ο Earl Sweatshirt δεν θέλει να παραστήσει τον σωτήρα του χιπ χοπ, ούτε ποζάρει σαν αβοήθητο θύμα της κοινωνίας. Είναι ένας νέος άνθρωπος που στο μυαλό του συμβαίνουν τέρατα, ο οποίος πάει να τα ξορκίσει με ρίμες μαστουρωμένου νιχιλισμού. Το ευτυχές σενάριο θα είναι στο μέλλον να απεγκλωβιστεί από τον εφετζίδικο συναισθηματισμό του γκέτο και να εστιάσει σε όσα ζητήματα τον καίνε ουσιαστικά. Πάντως το Doris είναι μια καλή αρχή…
{youtube}anRkutaPS9w{/youtube}