Αν ο χωροχρόνος την έφερνε στον Αϊνστάιν και επέτρεπε στον Ρίχαρντ Βάγκνερ να ρίξει μια ματιά στη συγκεκριμένη έκδοση, είμαι σίγουρος ότι θα χαμογελούσε. Όχι μόνο επειδή θα ένιωθε δικαιωμένος, αλλά και γιατί θα γινόταν ξεκάθαρο ότι δεν ήταν τρελός που φώναζε πίσω στο 1842 ότι οι Γάλλοι του είχαν κλέψει την όπερα. Εντάξει, μπορεί να μην είναι ακριβές το «κλέψει», ας μείνουμε όμως στο ότι ο επεισοδιακός Γερμανός συνθέτης ήξερε τι έλεγε.

Στο σημείο αυτό υποθέτω ότι θα πρέπει να εξηγήσω τι εννοώ καθώς –παρά τη μυθιστορηματική του υφή, ικανή να συγκριθεί μόνο με εκείνες των μεγάλων ροκ σταρ του 20ου αιώνα– ο βίος του Βάγκνερ παραμένει εντελώς άγνωστος έξω από τους κύκλους των κλασικών. Και είναι σημαντικές οι πληροφορίες, για όποιον επιθυμεί να κατανοήσει τι ακριβώς συμβαίνει σε τούτο το κουτί με τα 4 CD που μας παρουσιάζουν οι Musiciens du Louvre-Grenoble σε διεύθυνση Marc Minkowski.

Λίγο πριν τα 30 του, λοιπόν, ο Βάγκνερ ζούσε στη Ρίγα (σήμερα Λετονία, τότε Ρωσική Αυτοκρατορία) και τα είχε ξαναβρεί με την ηθοποιό Μίνα Πλάνερ, η οποία τον είχε παρατήσει στον έναν χρόνο από τον γάμο τους για τα μάτια ενός θαυμαστή. Καθώς στο ζεύγος άρεσε να ζει χλιδάτα, σύντομα βρέθηκαν μες στα χρέη –και δεν έπαιζαν τότε ούτε PSI, ούτε «κουρέματα». Έφυγαν έτσι νύχτα από τη Ρίγα επιβαίνοντας σε ένα καρυδότσουφλο με αρχαιοελληνικό όνομα και, μέσα σε θύελλες και καταιγίδες, κατάφεραν τελικά να φτάσουν στο Παρίσι.

Εκεί ο Βάγκνερ είδε όλες τις προσδοκίες του να διαψεύδονται, παρά τη φτώχεια όμως στην οποία βούλιαξε άρχισε να γράφει τον Ιπτάμενο Ολλανδό, σχεδιάζοντας να τον ανεβάσει στην Όπερα του Παρισιού. Ο διευθυντής της, εντούτοις –ο Léon Pillet– αγόρασε μόνο το λιμπρέτο, κρίνοντας τη μουσική του ως ανάξια λόγου (τον έκρινε μετά κι εκείνον η ιστορία…). Ο Βάγκνερ άλλαξε στη συνέχεια το έργο, χωρίζοντάς το σε 3 πράξεις (αρχικά ήταν μονόπρακτο) και τον Ιανουάριο του 1843 διηύθυνε την πρεμιέρα του στη Δρέσδη, με μεγάλη επιτυχία. Έναν ωστόσο χρόνο πριν, είχε εμφανιστεί στη Γαλλία η παρόμοιας υπόθεσης όπερα Le Vaisseau Fantôme: μια παραγωγή του Pillet, σε μουσική του προτεζέ του Pierre-Louis Dietsch, με λιμπρέτο του Paul Foucher. Ο Βάγκνερ ήταν σίγουρος ότι είχε στηθεί με βάση το δικό του λιμπρέτο.

Στην παρούσα έκδοση η βαγκνερική όπερα αποκαθίσταται ως μονόπρακτο, όπως δηλαδή παρουσιάστηκε στα 1841 στον Pillet, και ηχογραφείται πλάι-πλάι με το Πλοίο Φάντασμα του Dietsch. Σημειώστε μάλιστα ότι είναι μόλις η δεύτερη φορά στη δισκογραφική ιστορία που ο Ιπτάμενος Ολλανδός εμφανίζεται στην πρώτη «γαλλική» του εκδοχή. Τυπικά, επομένως, μας δίνονται εδώ δύο όπερες σε ένα πακέτο· ουσιαστικά όμως έχουμε δύο διαφορετικές εκδοχές της ίδιας όπερας. Η Naïve επένδυσε σε αυτό το «βρείτε τις ομοιότητες και τις διαφορές» παιχνίδι και είναι αλήθεια πως της βγαίνει το πείραμα, γιατί αφενός η θαυμάσια ηχογράφηση και αφετέρου το εκτελεστικό επίπεδο των συντελεστών συμβάλλουν σε ένα αποτέλεσμα υψηλής αισθητικής, στο οποίο ευχαρίστως χάνεσαι με το που ακούς την εισαγωγική ουβερτούρα (δες βιντεάκι στο τέλος).

Ως προς τον Ιπτάμενο Ολλανδό, ο Minkowski κομίζει την πλούσια εμπειρία του σε όργανα εποχής, αλλά το αποτέλεσμα μιας τέτοιας προσέγγισης κρίνεται τελικά αμφιλεγόμενο: από τη μία, έχεις μια πραγματικά φρέσκια ματιά σε μια δημοφιλή όπερα, που δικαίως χαιρετήθηκε ως έναρξη της συνθετικής ωριμότητας του Βάγκνερ· από την άλλη, μένεις κάπως απογοητευμένος, καθώς ο συγκεκριμένος Ιπτάμενος Ολλανδός δείχνει… συνεσταλμένος και υπερβολικά εγκρατής. Για παράδειγμα, οι καταιγίδες: τις έχουμε συνηθίσει επιβλητικές, να μεταδίδουν δέος, αλλά οι χορδές από έντερο στα έγχορδα τα οποία χρησιμοποιούν οι Musiciens du Louvre-Grenoble τις καθιστούν πιο ήσυχες, μεταθέτοντας έτσι όλη την ευθύνη της έντασης στους τραγουδιστές. Εδώ βέβαια πετυχαίνουμε διάνα, κυρίως χάρη στον βεγγαλικό Evgeny Nikitin στον πρωταγωνιστικό ρόλο, μα και χάρη στον εξαιρετικό τρόπο που ισορροπεί μεταξύ πάθους και τεχνικής η Ingela Brimberg (ως Senta).

Ως προς το Πλοίο Φάντασμα, τώρα, πέφτεις αναγκαστικά θύμα της σύγκρισης, η οποία αποβαίνει εύκολα υπέρ του Βάγκνερ: ο Dietsch δεν υπήρξε συνθέτης ανάλογης κλάσης, όπως και να το κάνουμε… Παρότι βλέπεις έτσι πως το λιμπρέτο το προσπάθησε και μπήκε π.χ. στον κόπο να εμπλουτίσει ό,τι έλαβε έτοιμο από τον Βάγκνερ με προσθήκες από James Fenimore Cooper και Frederic Merryat (βασικά, ο τίτλος πάρθηκε από την πρώτη γαλλική μετάφραση του ThePhantomShip του/1839), η μετριότητα της έκδηλα ετερόφωτης μουσικής του Dietsch δεν επιτρέπει στα πράγματα να προχωρήσουν με αξιώσεις. Αν ακούσετε λ.χ. τη δική του εισαγωγική ουβερτούρα, θα εντυπωσιαστείτε αρνητικά –από την κατάφωρη έλλειψη της όποιας δραματικότητας. Ο Minkowski εντοπίζει πάντως σωστά τις επιρροές του Γάλλου συνθέτη από το μπελ κάντο και χρησιμοποιεί έτσι τραγουδιστές με πιο λυρικές ποιότητες, συγκριτικά με το cast του Ιπτάμενου Ολλανδού.

Εν κατακλείδι, μια ιδιαίτερη και με διαφορετική λογική από τα συνήθη κυκλοφορία, που μπορεί να μη συναρπάζει, μα σε αφήνει αρκετά ικανοποιημένο εκεί στην τελική σούμα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured