Θα «έπρεπε» να έχω γράψει συντομότερα αυτήν την κριτική, όμως μερικές φορές οι δίσκοι χτίζουν μια περίεργη, δική τους σχέση μαζί σου, στα πλαίσια της οποίας εκμηδενίζεται ο χρόνος και η έννοια του τάιμινγκ: θα είσαι έτοιμος να τους αποτιμήσεις, όταν... Και καλώς κάνουν, αν θέλετε τη γνώμη μου. Γιατί μας έφαγε τους κριτικούς η ταχύτητα –να το ακούσω τούτο στα πεταχτά (και να το γράψω ακόμα πιο πεταχτά) γιατί βγήκαν και 3 άλλα και είναι «hot». Λες κι έτσι οικοδόμησες κάποτε τη σχέση σου με τη μουσική και όχι με συνεχείς βουτιές σε εκείνους τους δίσκους που σου έκαναν κλικ. Φαστφουντάδικο και αγώνες ταχύτητας το καταντήσαμε.
Το Forest Stories της Τάνιας Γιαννούλη και του Paulo Chagas θέλει λοιπόν τις εξερευνήσεις του, τις εμβριθείς, επαναληπτικές του ακροάσεις αλλά και τις μέρες εκείνες που θα το αφήσεις στην άκρη και θα το σκεφτείς ενόσω βαδίζεις στην πόλη. Αν θες τον σύντομο δρόμο προς την τέχνη του, υπάρχει ο υπότιτλος: «Αυτοσχεδιαστική μουσική για πιάνο και πνευστά όργανα». Ένας πολύ ακριβής υπότιτλος, καθώς εδώ τα πάντα εμφορούνται πράγματι από αυτοσχεδιαστική λογική και εκπορεύονται από το πιάνο της Γιαννούλη και τα πνευστά του Πορτογάλου συνοδοιπόρου της (άλτο και σοπράνο σαξόφωνο, φλάουτο, κλαρινέτα). Αλλά αν πάρεις τον μακρύτερο δρόμο, θα βρεις έναν πολυσχιδή κόσμο γεμάτο έντονες συγκινήσεις –ένα «δάσος» σαν κι εκείνο του τίτλου. Για να το γνωρίσεις και να αφουγκραστείς τις ιστορίες του, θα πρέπει να δηλώσεις διαθέσιμος για περιπλανήσεις στα σύνορα τζαζ και κλασικής, σε μια μουσική που αρέσκεται στο περίπου, στη διακριτικότητα, στο εξπρεσιονιστικώς ρευστό της υπόστασής της και στην τυχαιότητα, χρησιμοποιώντας εξίσου ήχους και σιωπές για να επικοινωνήσει.
Ασφαλώς και υπάρχουν αναφορές, όσο και εκλεκτικές συγγένειες –στο μεγάλο φάσμα διεθνών κυκλοφοριών σύγχρονης δημιουργικής μουσικής που καλύπτουν συνήθως εταιρείες όπως η ECM και η ACT. Τίποτα όμως δεν επισκιάζει τελικά την προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία των δύο συν-δημιουργών του Forest Stories: περισσότερο από το τι τους έχει επηρεάσει, μετράει εδώ το πώς συνδιαλέγονται. Μετράνε δηλαδή οι τρόποι με τους οποίους συνυπάρχουν, καθώς και η μη ευκλείδεια «γεωμετρία» που χτίζουν με τις αραιές ή πυκνές νότες, τα γεμίσματα, τα φόντα, ακόμα και με τα σημεία εκείνα όπου τα όργανα απλώς σταματούν να παίζουν κι εσύ μένεις (για κάποια δευτερόλεπτα) με την τελευταία τους ηχώ.
Πάρτε για παράδειγμα το "Step By Step": το πιάνο φλερτάρει το μπάσο κλαρινέτο κι εκείνο τσιμπάει και ενδίδει –χάνονται αμφότερα σε μια όλο νόημα σιωπή• στο "Spring's Chronic", πάλι, ούτε που καταλαβαίνεις πότε περνάνε 12 λεπτά έτσι όπως παρακολουθείς το πιάνο και το φλάουτο πότε να βαδίζουν χέρι-χέρι, πότε να προσπαθεί το ένα να κλέψει λίγο την παράσταση από το άλλο, με τη Γιαννούλη να ανεβάζει ταχύτητες και τον Chagas να ακολουθεί κατά πόδας, υπερθεματίζοντας σε σκουξίματα• κι αν στο "The Way Back Home" πιάνο και σαξόφωνο δείχνουν να κινούνται σε δρόμους γνωστούς από τη διεθνή δισκογραφία, ποιώντας ό,τι συνήθως καλείται «μικρές νυχτερινές μουσικές», το κάνουν μένοντας στην ουσία των πραγμάτων και όχι υπηρετώντας μια προκάτ φόρμα πρόκλησης γαλήνιων συναισθημάτων.
Δεν έχει λοιπόν τόση σημασία αν ο Πορτογάλος πνευστός κομίζει τα πιο ελευθεριακά τζαζ ηχοχρώματα ή αν η Ελληνίδα πιανίστρια πατάει περισσότερο σε έναν μοντέρνο κλασικό κόσμο. Το τελικό αποτέλεσμα του Forest Stories έχει να κάνει με τον καθαρό αυτοσχεδιασμό, έχει να κάνει με την εδώ-και-τώρα αποδόμηση του (όποιου) συγκεκριμένου και την αναδόμηση μιας αισθητικής εμπειρίας πέρα από τη σηματοδότηση των «ειδών». Μουσική στα όρια, ίσως, μα με μουσικότητα ατόφια, συγκινητική, η οποία διεκδικεί την αμέριστη προσοχή σου και σε κερδίζει ολοένα και περισσότερο με κάθε καινούρια ακρόαση.