Τέταρτο άλμπουμ το Honeys για τους Pissed Jeans (και τρίτο υπό τη σκέπη της Sub Pop) και, μολονότι είναι το συντομότερο από άποψη διάρκειας, μάλλον πρόκειται για το πιο μεστό και ολοκληρωμένο. Και τούτο χωρίς να δείχνουν ιδιαίτερη ζέση για να εμπλουτίσουν το υβριδικό τους πανκ με καινούργια ευρήματα, πόσο μάλλον να θέσουν στον εαυτό τους ζητήματα επαναπροσδιορισμού.
Κρατούμενο πρώτο, λοιπόν: όσοι γνωρίζετε ήδη τους Pissed Jeans, δύσκολα θα εκπλαγείτε με την κατεύθυνση που δίνουν στο Honeys. Όλες τους οι ηχητικές εμμονές είναι παρούσες, αν και αναμειγνύονται με ελαφρώς διαφοροποιημένες αναλογίες (σε σχέση πάντα με το παρελθόν τους) σε ένα κράμα πανκ, hardcore και grunge (μαζί με όλα τα αντίστοιχα post- υποείδη και με ολίγη από no wave). Ή, για να γίνω πιο συγκεκριμένος, οι Pissed Jeans επικαλούνται τον ήχο συγκροτημάτων όπως οι Jesus Lizard, οι Black Flag, οι Mudhoney, οι Mclusky ή ακόμα και οι Birthday Party.
Σωστά φαντάζεστε επομένως πως το Honeys δεν αποτελεί και καμιά κοιτίδα μουσικής πρωτοτυπίας. Αποδεικνύει ωστόσο πως η έξυπνη συναρμολόγηση μπορεί ακόμα να παράγει ελκυστικά αποτελέσματα. Αρκεί να μπορέσεις να φέρεις το πράγμα στα μέτρα σου, να βρεις εκεί μέσα τον δικό σου χαρακτήρα, μια δική σου –έστω και μεταπρατική– λογική η οποία θα σε βοηθήσει να αποφύγεις (ή να καλύψεις) τις μπόλικες κοινοτοπίες που ελλοχεύουν. Βεβαίως, και να βρεις τρόπους με τους οποίους θα διαχειριστείς την ενέργεια που προφανώς θα προκύψει.
Στα περισσότερα από τα παραπάνω η τετράδα από την Πενσυλβάνια έχει ήδη απαντήσει με τα τρία προηγούμενα άλμπουμ. Εδώ το κάνει πιο εμφατικά, πιο ολοκληρωμένα. Δείχνει μάλιστα (όλως περιέργως) να βρίσκει και ερείσματα σε έναν αρκετά σύγχρονο ήχο, με τον παραγωγό Alex Newport να φέρνει το αποτέλεσμα σε ένα σχετικό sludge ενδιάμεσο, δίνοντας π.χ. στις χαμηλές συχνότητες έναν κάπως πιο επιβλητικό όγκο (ο ήχος των ντραμς του Sean McGuiness είναι χαρακτηριστικό αυτού), γεμίζοντας εν γένει με εξαιρετικό τρόπο το συχνοτικό φάσμα, δίχως να φθάνει σε γνωστές υπερβολές.
Είναι όμως και η γενικότερη στάση των Pissed Jeans που συνηγορεί στα παραπάνω. Δείχνουν δηλαδή περισσότερο ώριμοι στο Honeys ώστε να μπορέσουν να εξελίξουν αποτελεσματικά (σε σύνθεση και εκτέλεση) αυτή την ίδια προσέγγιση την οποία ακολουθούν από το 2005· ίσως και περισσότερο πειστικοί στις ενεργειακές τους αυξομειώσεις –παράδειγμα το πώς μετά την εξαιρετική διαχείριση της ορμής του εναρκτήριου “Bathroom Laughter” συνεχίζουν βουτώντας στη βουβή απόγνωση ενός “Chain Worker”. Αλλού, τους βρίσκουμε να παίζουν έξυπνα το παιχνίδι της συμπίεσης/αποσυμπίεσης (στο “You’re Different (In Person)”), να φτιάχνουν ουσιώδεις πανκ δυναμίτες (“Romanticize Me”, “Health Plan”) ή να κρατούν βασικά μπλουζ μετρήματα (“Loubs”).
Εκτός όμως της βασικής οργανικής δομής (κιθάρα-μπάσο-τύμπανα) η οποία μετουσιώνει τα παραπάνω σε πράξη, υπάρχουν και οι στίχοι του τραγουδιστή Matt Korvette, οι οποίοι δίνουν στις συνθέσεις μία επιπλέον υπόσταση. Μικρές ιστορίες γεμάτες με μερικές από τις δυσλειτουργίες του σύγχρονου τρόπου ζωής –εργασιακά αδιέξοδα, αποτυχημένα dating μέσω διαδικτύου, ευθυνόφοβοι ενήλικες οι οποίοι ζουν σε μια διευρυμένη εφηβεία, θλιβερά ανδρικά βλέμματα γεμάτα με έναν λανθάνοντα μισογυνισμό, junk food, (υπέρ)καταναλωτισμός ή το υποκριτικό πρότυπο του σύγχρονου μάνατζερ. Όλα δοσμένα με καυστική ειρωνεία και με το λεπτό χιούμορ του Korvette, η ερμηνεία του οποίου, μολονότι αντικειμενικά ίσως να μην διεκδικεί ιδιαίτερες δάφνες, αποδεικνύεται ιδανική για να εκφράσει έναν τριαντάρη που μετρά μία-μία τις καθημερινές του αποτυχίες, πότε με οργή, πότε με ένα προσπαθώ-να-το-παίξω-κουλ ύφος, πότε με ειλικρίνεια και άλλοτε με ανείπωτη βαρεμάρα.
Γύρω από αυτή την αφήγηση δομεί το Honeys η τετράδα των Pissed Jeans – ακολουθώντας σχετικά πιστά και πάντως σίγουρα εύστοχα τα εκφραστικά ανοίγματα και τα «ενεργειακά αποθέματα» που εκείνη επιβάλλει. Και σε κάνουν να τους παραδεχθείς, γιατί με αυτόν τον τρόπο κατορθώνουν εν τέλει, μέσα σε όλες τις αναγνωρίσιμες εμμονές τους, να φτιάξουν κάτι εντελώς δικό τους. Σίγουρα το Honeys δεν δικαιούται να κομπάζει ότι περιγράφει το… The Shape Of Punk To Come (όπως παράφρασαν τον Ornette Coleman οι Refused σε εκείνον τον ηχητικό οδοστρωτήρα του 1998), πάντως για το παρόν διαθέτει κάποιες απαντήσεις…
{youtube}0B2Gww3ywDA{/youtube}