«H πανταχού παρουσία της θρησκευτικής εικονογραφίας και οι μεγαλοπρεπείς ναοί έγιναν μια απροσδόκητη μούσα», αναφέρει ο Benoit Pioulard μετά το τελευταίο του ταξίδι στην Ευρώπη.
Ο Thomas Meluch –όπως είναι το πραγματικό του όνομα– αν και Aμερικανός, έχει επιλέξει τη νότια Αγγλία ως βάση του. Και, πέρα από τη μουσική, γνωρίζει καλά την τέχνη της εικόνας (φωτογραφία) αλλά κι αυτή της δημιουργίας/αποτύπωσης εικόνων μέσω των λέξεων (συγγραφή). Υπό μία λοιπόν έννοια, διαθέτει περισσότερα εργαλεία και δυνατότητες από έναν απλό τραγουδοποιό.
Η τελευταία του δισκογραφική εξόρμηση –με βάση και τα λεγόμενά του– θα μπορούσε να είναι ένα ταξίδι στο συναίσθημα εκείνο που, χωρίς να ονομάζεται απαραίτητα «θρησκευτικό» (με τη στενή έννοια του όρου), περιλαμβάνει μια ευλάβεια και δημιουργεί την αντίληψη και την εικόνα του άπλετου φωτός που φέρει η απελευθέρωση του πνεύματος. Στο Hymnal, ο Benoit Pioulard βουτά σε ξεχαρβαλωμένα drones και σε υπόκωφα βουητά, τα οποία σκιαγραφούν έντονα ambient τοπία όπου ένας lo-fi αέρας σε χτυπάει απαλά στο πρόσωπο.
Κατάνυξη και μοναχικότητα, που οδηγεί σε πνευματικότητα, η ώρα της προσευχής, η ώρα της παρηγοριάς και η αίσθηση ότι όλοι ανήκουμε –τελικά– σε κάτι το οποίο μας περιλαμβάνει και ταυτόχρονα μας ξεπερνάει. Ο θάνατος είναι ένα πέρασμα, όπως είχε πει κάποτε και ο Αντρέϊ Ταρκόφσκι και ο Meluch ντύνει με τις μουσικές του ακροβασίες ακριβώς αυτή τη φράση: τίποτα δεν τελειώνει, όλα ρέουν για πάντα.
Φωνητικά ψιθυριστά και μακρινά, σαν εσωτερικοί μονόλογοι, ακουστικές και ηλεκτρικές κιθάρες, γιουκαλίλι και πλήκτρα, μητροπολιτικές καμπάνες και κουδουνίστρες, πουλιά και ήχοι από δάσος, ακορντεόν και ποικιλία κρουστών, ηλεκτρονικές ριπές και πιο ανάλαφρες ποπ/folk μελωδίες σαν εμβόλιμες στην υποβλητική ατμόσφαιρα του δίσκου. Επίσης, θανατηφόρες δόσεις αντηχήσεων, που σε συνδυασμό με τα drones δημιουργούν άλλοτε την αίσθηση μιας πυρετικής υπαρξιακής αναζήτησης μέσα στη νύχτα της ζωής κι άλλοτε φτιάχνουν ένα σχεδόν γαλήνιο σκηνικό, γεμάτο φως, όμοιο με τη μακάρια κατάσταση του διαλογισμού.
Το Υμνολόγιο δεν είναι εύκολο άκουσμα, τόσο λόγω θεματολογίας, όσο και γιατί πρόκειται για έναν ιδιαίτερα προσωπικό δίσκο, ο οποίος δείχνει να πατάει στα χνάρια του Caretaker (James Kirby). Ο του Thomas Meluch φτιάχνει εδώ τα δικά του γαλακτερά και σκοτεινά τοπία και αφήνει μικρές χαραμάδες για να τρυπώσει ο ακροατής μέσα από μια διαδικασία προσήλωσης. Αν η στιγμή της επαφής χαθεί, τότε η επαναφορά γίνεται δύσκολη υπόθεση, γι’ αυτό και ο δίσκος δύσκολα θα συναντήσει το ευρύ κοινό. Η επανάληψη, οι αργόσυρτοι –και ίσως μονότονοι– ρυθμοί μπορούν να λειτουργήσουν άψογα σε ένα μάθημα γιόγκα ή σε μια κατάσταση αδιατάρακτης γαλήνης. Μπορούν όμως να αποδειχθούν και στοιχεία μάλλον αδιάφορα για εκείνους που βρίσκονται σε άλλο κλίμα.
{youtube}2d3zqravvt0{/youtube}