Σκέφτομαι, ακούγοντας την επιστροφή των Unknown Mortal Orchestra στη δισκογραφία, ότι η ψυχεδέλεια των 1960s παραμένει για τις νεότερες μπάντες του ροκ στερεώματος μια σταθερή πηγή έμπνευσης και επαν-επίσκεψης. Ίσως και το garage, θα μου πείτε (εξ ου και ο όρος γκαραζοψυχεδέλεια), αλλά ας μου επιτραπεί εδώ ένα ερωτηματικό: γιατί έχω την αίσθηση ότι το garage ξεπατικώνεται από τους επιγόνους, ενώ η ψυχεδέλεια εξακολουθεί να εμπνέει. Πάρτε για παράδειγμα τον Ruban Nielson, τον βασικό δηλαδή τραγουδιστή, κιθαρίστα και τραγουδοποιό αυτής της «ορχήστρας»: ο άνθρωπος ήταν στους Mint Chicks, πάνκαρε στο στιλ των No Age, κατέστρεφε κιθάρες, έψαχνε κάθε αφορμή να κάνει βαβούρα και μανούρα –κι όμως, όταν τον μάζεψε η Fat Possum και τον αποθέωσε με 8.1 η κλίμακα Pitchfork, τη θέση του είχε πάρει ένας μειλίχιος δημιουργός, ένα indie kid μανιακό με τα ύστερα 1960s, που αρεσκόταν στην εξιστόρηση των προσωπικών του.

Στο δεύτερο άλμπουμ του παρέα με τον μπασίστα Jake Portrait και τον ντράμερ Riley Geare (τους υπόλοιπους Άγνωστους Θνητούς), ο Nielson δεν κάνει κάτι δραματικά διαφορετικό από το προ διετίας ντεμπούτο της νέας του μπάντας: η ψυχεδέλεια δίνει και πάλι την αφορμή και στρώνει το χαλί, το μηρυκαστικό indie rock των τελευταίων 15 χρόνων κάθεται φαρδύ-πλατύ πάνω του, δόσεις garage πετιούνται μελετημένα εδώ κι εκεί, ενώ πού και πού πιάνεις και μια ελαφρά εσάνς από την (ξεχασμένη πια) lo-fi αισθητική συγκροτημάτων σαν τους Sebadoh και Folk Implosion. Πάνω σ’ όλα αυτά, ο Nielson πότε γίνεται ο φλωράκος που ελαφρώς μας πρήζει με τα –χαριτωμένα, εντούτοις– υπαρξιακά του (“So Good At Being In Trouble”) και πότε ανεβάζει ρυθμούς δείχνοντας τις δεξιότητές του στην ηλεκτρική, όπως λ.χ. στο πρώτο single “Swim And Sleep (Like A Shark)”. Τι διάολο, θα μπορούσα να σας περιγράψω πολλά από όλα τούτα απλά λέγοντάς σας ότι το τρίο ηχογραφεί πλέον για λογαριασμό της Jagjaguwar ή/και ότι υπήρξε το support στην πρόσφατη περιοδεία των Grizzly Bear.

Δεν άλλαξα άποψη ακούγοντας το II των Unknown Mortal Orchestra, ούτε για τους ίδιους, ούτε για αυτό που ακούς εδώ και αναπαράγεται με λίγο-πολύ παρόμοιο τρόπο από πολλά σχήματα τελευταία. Τέτοιοι δίσκοι αποδεικνύονται συχνά ευχάριστα επαρκείς κι ο συγκεκριμένος δεν ανήκει στις εξαιρέσεις: οι κιθάρες κελαηδάνε γουστόζικα (“From The Sun”), πού και πού σκάει κανά spaced-out οργανικό τύπου “Dawn” και παραδέχεσαι ότι πράγματι υπάρχει συνθετικό τάλαντο, ο γενικότερος ήχος αναδύει ζεστασιά, το φαλσέτο του Nielson κάθεται ευπρόσδεκτα στο αυτί. Αλλά η μεγαλύτερη εικόνα, η «big picture», παραμένει ως έχει. Κατά βάση δηλαδή πρόκειται για ιντόπαιδα απευθυνόμενα σε άλλα ιντόπαιδα, τα οποία γουστάρουν μεν τέτοιες κιθάρες, τύμπανα και ατμόσφαιρες μα λόγω ηλικίας είτε βαριούνται να ψάξουν τον πλούτο των 1960s, είτε τους φαίνεται βουνό. Και τη βρίσκουν έτσι αποθεώνοντας (Pitchfork, πες αλεύρι…) μεσάζοντες/μεταπράτες σαν τον Nielson. Πώς το είχε πει ο Σάρουμαν, στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών; «Théoden, horsemaster! You are a lesser son of greater sires». Ε, βάλε Ruban Nielson αντί για Théoden και μέσα είσαι…  

 

 

{youtube}mbt8oJTUlXw{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured