Δεν είναι και πολλά όσα συγκροτήματα έχουν επιβιώσει από το nu metal πανηγυράκι που είχε στηθεί στα τέλη των 1990s και στα πρώτα χρόνια των '00s –στα δάχτυλα του ενός χεριού μετριούνται πλέον. Με το πέρασμα βέβαια των χρόνων έχει καταστεί σαφές πως οι Deftones ήταν οι πιο ταλαντούχοι από εκείνο το τσούρμο, όμως μέχρι και κάποιο (αδιευκρίνιστο) χρονικό σημείο η θέση τους ανάμεσα στους λοιπούς προεξέχοντες εκπροσώπους του σκληρού εναλλακτικού ήχου ήταν σημειωμένη με ερωτηματικό. Δεν θα ξεχάσω, για παράδειγμα, ότι όταν φτιάχναμε τις λίστες για τα καλύτερα άλμπουμ των '00s είχα ακούσει αρκετά σχόλια από συναδέλφους για την τοποθέτηση του White Pony εντός της πρώτης δεκάδας (μου). Επίσης, όταν ανοίγουν συζητήσεις για μπάντες από τον συγκεκριμένο χώρο είναι συνήθως άλλα τα ονόματα που θα ακουστούν πρώτα και μόνο μετά από αρκετές επιλογές θα πέσει στο τραπέζι αναφορά στα τέκνα του Σακραμέντο.
Έβδομος δίσκος ο φετινός, δεύτερος μετά το σχεδόν θανατηφόρο ατύχημα του Chi Cheng, και ηχητικά παρατηρούμε μια συνέχιση όσων είχε ξεκινήσει το Diamond Eyes, δυο χρόνια πριν. Τουτέστιν επιστροφή στις ρίζες, παραμορφώσεις να σε κυκλώνουν από παντού και σχετική απομάκρυνση από τις αιθέριες ατμόσφαιρες του Saturday Night Wrist, οι οποίες πάντως βρίσκουν ενίοτε διέξοδο σε κομμάτια όπως τα "Entombed", "Rosemary" και "Tempest". Για κάθε τέτοιο, όμως, θα συναντήσεις και τραγούδια σαν τα "Gauze", "Swerve City" και "Poltergeist", τα οποία, αν δεν είχαν τις μελωδικές οάσεις που ξεπροβάλλουν κατά τη διάρκειά τους, θα έπαιρνες όρκο πως ανήκουν σε ό,τι υλικό περίσσεψε από το Around The Fur (1997). Ναι, για τέτοια διάθεση ομιλούμε. Οι κιθάρες δαγκώνουν, τα τύμπανα θερίζουν, ο Chino Moreno βγάζει από την κούτα με τα παλιά αντικείμενα τις απόκοσμες, απελπισμένες κραυγές του και το κλίμα θυμίζει περισσότερο αρχές της προηγούμενης, παρά της παρούσης δεκαετίας.
Έλα όμως που τέτοιες μελωδικές οάσεις εξακολουθούν και υπάρχουν! Είναι άλλωστε αυτή η έφεση των Deftones προς τη μελωδία και την ατμόσφαιρα ακόμα και μέσα στο πιο άγριο και επιθετικό ηχητικό περιβάλλον που τους κατατάσσει πάνω από τα περισσότερα σχήματα της «σκληρής» παράταξης, όσα απλά επιδιώκουν το headbanging του ακροατή. Οι Αμερικάνοι στοχεύουν δηλαδή και στο μυαλό εκτός από τα πόδια. Το Koi No Yokan βαδίζει στη νοητή γραμμή που χαράξανε δίσκοι σαν το Saturday Night Wrist και το Diamond Eyes –αλλά και το White Pony– και το κάνει αρκετά καλά, βάζοντας στο τσουκάλι τα συστατικά που κατέστησαν επιτυχημένους τους προκατόχους του.
Η μόνη ένσταση που δείχνει να ορθώνεται είναι το κατά πόσο η τραγουδοποιία των Deftones στο Koi No Yokan φτάνει στα επίπεδα προηγούμενων προσπαθειών. Δεν μπορώ να πω, για παράδειγμα, ότι ξεχωρίζουν εδώ κομμάτια τα οποία θα θεωρηθούν ως κορυφαία στη συνολική τους δισκογραφία, παρότι σαν αυτόνομα ακούσματα στέκουν ικανοποιητικά, σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Το Koi No Yokan είναι πολύ καλό, δίσκος που αρκετά νεόφερτα συγκροτήματα θα ονειρεύονταν κάποια μέρα να δημιουργήσουν. Αλλά οι Deftones μας τα έχουν επιδείξει ξανά αυτά τα χαρακτηριστικά –και μάλιστα σε καλύτερη εκδοχή.
Ο έβδομος δίσκος τους δεν ξεπερνά, λοιπόν, «τα όρια και τις προσδοκίες του είδους που αντιπροσωπεύει», όπως υπερβολικά έγραψε στη σχετική κριτική του το BBC. Ούτε καν τα όρια και τις προσδοκίες της ίδιου του γκρουπ δεν ξεπερνά, για να είμαστε ειλικρινείς... Αποτελεί ωστόσο μια άξια προσθήκη στη δισκογραφία τους, ένα μεταβατικό στάδιο «χώνεψης» των προσπαθειών που έχουν προηγηθεί σε ένα μίγμα, προκειμένου να αναχωρήσουν και πάλι προς νέες μουσικές περιοχές.
{youtube}b64NDpsaqVo{/youtube}