Ορμώμενος από τον σαμπλαρισμένο spoken word τραγέλαφο του "Another Chance" κάθισα και σκέφτηκα (τιμώντας τον επικά αφελή στίχο του "Die For You" των Antique) περί νέων ξεκινημάτων και δεύτερων ευκαιριών... Αλήθεια, έχετε αναλογιστεί πόσο εύκολα κάποιοι θυσιάζουν το σπάνιο δώρο της δεύτερης ευκαιρίας; Είναι άραγε τυχαίο πως όσοι απολαμβάνουν αυτή την ιδιαίτερη μεταχείριση είναι (συνήθως) κι εκείνοι που την αξίζουν λιγότερο από όλους; Αυτοί που θα τη χαραμίσουν απλόχερα χωρίς ποτέ να έχουν την παραμικρή συναίσθηση του δώρου που κρατούν στα χέρια τους;
Στην περίπτωση της διττής σόλο καλλιτεχνικής υπόστασης του μπροστάρη των Interpol, ο παραπάνω (άγραφος) κανόνας επαληθεύτηκε δυστυχώς με τρόπο και ατυχή και επίπονο. Γιατί μπορεί η αχρείαστη περσόνα του Julian Plenti να αποτελεί πλέον παρελθόν(;) μετά από ένα άνισο LP (Julian Plenti Is... Skyscraper) κι ένα μεταβατικό EP (Julian Plenti Lives...), αλλά η μετριότητα παρέμεινε ανέπαφη. Το μόνο που άλλαξε είναι το brand name. Όσο θεμιτή κι αν ήταν η απόφαση του Paul Banks να εμπιστευτεί το δικό του όνομα για τις προσωπικές του μουσικές εξορμήσεις, άλλο τόσο αποτέλεσε και μια χαμένη ευκαιρία να θέσει εαυτόν σε μια νέα δημιουργική πορεία.
Στο Banks ακολουθεί λοιπόν κατά πόδας τις δύο προηγούμενες κυκλοφορίες του και παραδίδει ένα ακόμα αμετροεπές άλμπουμ, πετώντας στα σκουπίδια την πολυτέλεια της επανεκκίνησης. Μπορεί το "The Base" να εισάγει τον ακροατή σε μια κατά τα φαινόμενα δυναμική ακροαστική εμπειρία, σχετικά γρήγορα όμως η αίσθηση αυτή δίνει τη θέση της σε γερές δόσεις εκνευρισμού και ανίας. Ακόμα και οι ταγμένοι οπαδοί των Interpol (στην κάστα των οποίων ανήκει και ο υποφαινόμενος) είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτούν τις ολοένα και αυξανόμενες αερολογίες του φανφαρόνου Paul Banks, μακριά από τα ηλεκτρισμένα αρπίσματα του Daniel Kessler και την ατμοσφαιρικότητα που αποπνέουν αυτά.
Απανωτές και εξαντλητικές ακροάσεις δεν πρόσφεραν τίποτα περισσότερο από τη βεβαιότητα πως το Banks είναι ένας φιλόδοξος αλλά κακός δίσκος. Ανισόρροπες δυναμικές, φλύαρες εκτελέσεις, ενοχλητικές δυσαρμονίες παρέα με στουντιακές ψευτομοντερνιές και ανέμπνευστα ηχητικά τρικ «σκοτώνουν» την όποια ροή προσπαθεί να αποκτήσει ο δίσκος, αφήνοντας άπειρα απωθημένα στους απανταχού Ιντερπολίστας (η επικείμενη remastered επανέκδοση του Turn On The Bright Lights ίσως αποτελέσει βάλσαμο για μερικούς εξ αυτών).
Πέρα λοιπόν από τις δημιουργικές εκλάμψεις των "The Base", "Young Again" και "Summertime Is Coming" δεν υπάρχουν πολλές άξιες λόγου στιγμές εδώ. Η αξιοσέβαστη πρόθεση του Paul Banks να απομακρυνθεί ηχητικά από το κύριο δημιουργικό του όχημα πραγματοποιείται δυστυχώς –και σε αυτήν του την κατάθεση– με τρόπο σπασμωδικό και ασαφή, αφήνοντας μηδενικά περιθώρια θετικού απολογισμού.
{youtube}va2fqBjwBGg{/youtube}