Γνώρισα την Cate Le Bon (=Κατ Λεμπόν) με την έντονη ουαλική προφορά της στο “Βurn Until The End”, προερχόμενο από τον προτελευταίο δίσκο της Me Οh Μy (2009). Άνιση δουλειά, γεμάτη με φολκ-ψυχεδελικά μερικώς χλιαρά και μερικώς αριστουργηματικά κομμάτια, και κρύσταλλο που έχει κάτι από Joan Baez. Σίγουρο είναι ότι η Le Bon δεν αποτελεί one-hit wonder, αφού το εξωφρενικά όμορφο εν λόγω κομμάτι μόνο εμένα «χτύπησε» αλύπητα.
Στο φετινό CYRK η Cate Le Bon έχει πλέον ανασυγκροτηθεί. Ελαφρά πιο βραχνή και ηθελημένα λιγότερο κουρδισμένη, επιστρέφει με ασύγκριτα πιο ενδιαφέρουσα δυναμική και χωρίς τυπικότητες. Ο τίτλος του δίσκου σημαίνει τσίρκο στα πολωνικά, γραμμένο με κεφαλαία, και είναι ένα από τα πολλά ανεξήγητα που θέτει η καλλιτέχνιδα δεδομένου του ότι το «τσίρκο» δεν εξηγείται θεματολογικά στη συνέχεια –απλά ενισχύει την αινιγματική sui generis προσωπικότητά της. Ενδεχομένως να δικαιολογείται λόγω της περιρρέουσας ατμόσφαιρας: λιγάκι παραμυθένια και ψυχαγωγική, πολύ αλλόκοτη και με μια δόση υποβόσκουσας μελαγχολίας, που όταν τελειώνει θες κι άλλο.
Οι στίχοι δεν πολυβγάζουν νόημα σε όλο το μήκος τους, όχι όμως γιατί είναι αφηρημένοι, θαμποί ή σουρρεαλιστικοί. Μόνο εκνευριστικά λιτοί για να ’ναι αληθινοί. Αρθρωμένοι καθαρά, παρασέρνουν ύπουλα στις περίπλοκες ενορχηστρώσεις και μελωδίες, οι οποίες εναλλάσσονται χωρίς προειδοποίηση από ματζόρε σε μινόρε, διέσεις, υφέσεις και άλλα μουσικά παράλογα. Το απαλό στoιχειωμένο φόλκ της Le Bon αυτή τη φορά αλλοπαίρνει χωρίς απαντήσεις και ψάξιμο.
Ένα από τα μυστικά του CYRK είναι να μην πιέσεις το αυτί ή τη σκέψη. Η μουσική δουλεύει από μόνη της και, αν δεν τη βιάσεις, γίνεται (μ)εθιστική, πράγμα όχι μικρό σε καιρό που συνήθως καλείσαι «να πιεστείς λίγο» για να απολαύσεις μουσικές, ή εν πάσει περιπτώσει μέχρι να διακρίνεις κάτι αξιόλογο. Με την παραπάνω λογική ο δίσκος συστήνεται με το ελαφρύ γκαραζάκι “Falcon Eyed”, το οποίο ξεκινάει απατηλά σε χαμηλή ένταση και σιγά-σιγά παίρνει μορφή. Κι εκεί που νομίζεις ότι μπορείς απλά να χαλαρώσεις, συνεχίζει με τα κυρίως κομμάτια, μελωδικά περίπλοκα, ψυχρά και θερμά σε υπολογισμένες δόσεις. Εκεί εμπεριέχονται εκπλήξεις που διατηρούν το ενδιαφέρον και προκαλούν όσους έχουν μουσική παιδεία (ή έστω μουσικό αυτί) να θυμηθούν αδρά τη μελωδία εκ των υστέρων, αν μπορούν. Τελευταίο αφήνει εντυπώσεις το αμφίθυμο “Ploughing Out” με δύο μέρη, μεταξύ τους η μέρα με τη νύχτα, που βοηθάει στην ψυχική ισορροπία των υπολοίπων.
Το «τσίρκο», όσο απλοϊκά παιδικό κι αν ακούγεται στα ελληνικά, έχει έναν εγγενή αέρα μυστηρίου, που επισημαίνεται πιο εύκολα στο λατινικό «Circus» και στο ακόμα πιο περίεργο CΥRK. Είναι το κατεξοχήν πεδίο όπου –πριν τη βιομηχανοποίηση τέχνης, μουσικής και θεάματος– αμφιλεγόμενοι performers ασκούσαν μυστηριώδη γοητεία, όχι τόσο λόγω των άψογων ικανοτήτων τους αλλά με τον υπόγειο χαρακτήρα τους και με μια ιδεολογία ενάντια στο κατεστημένο, η οποία παραβιάζει κανονικότητα και κανόνες και συνεπάγεται κίνδυνο/απειλή. Αυτός είναι και ο τρόπος με τον οποίο υπνωτίζει το CYRK, με την παράξενη Le Bon να αποπνέει αέρα ανατροπής μέσα στα συμβατικά δεδομένα μουσικά πράγματα. Η ίδια έχει δηλώσει ότι ο παλιομοδίτικος λυρισμός της οφείλεται εν μέρει στην εμμονή που απέκτησε με τον θάνατο μετά από περίεργες συμπτώσεις θανάτων... των κατοικίδιών της.
Αν και δεν μ’ αρέσουν οι κατηγοριοποιήσεις στη μουσική, την όπως τίποτα άλλο Cate Le Bon την έχω κατατάξει νοερά στην κατηγορία «cyrkfolk», της οποίας είναι και μοναδική πρωτοπόρα εκπρόσωπος (γιατί freakfolk σαφώς δεν μπορείς να την πεις, με τη μεγαλοπρεπή σοβαρότητα που εκπέμπει). Ο Gryff Rhys π.χ. (των Super Furry Animals), που την ξέρει λίγο ως φίλος και συνεργάτης της σε παλιότερα projects, τα λέει όλα και τίποτα χαρακτηρίζοντάς την –ασαφώς πλην ορθώς– έτσι: «Η Bobby Gentry και η Nico τσακώνονται πάνω από τα πλήκτρα... και νικάει η μελωδία».
Ως προς το CYRK, η Cate Le Bon θα έχει να πει τον τελευταίο λόγο με το CYRK II, που θα ξεπερνάει τη δεκάδα του πρώτου κατά τρία κομμάτια και θα δια-κυμαίνεται στο ίδιο πνεύμα.
{youtube}TrU3jvj3K4Y{/youtube}