Εδώ και αρκετά χρόνια ακούγονται πολλές ανοησίες και ανακρίβειες για τους Beach Boys στην Ελλάδα. Κατ’ αρχήν, υπάρχει ένα κοινό που έχει μείνει αποκλειστικά στα (έτσι κι αλλιώς θαυμάσια) “Surfin’ USA” κλπ. της πρώτης περιόδου, όπου τα αδελφοξαδελφοκολλητάρια άντλησαν βασικά έμπνευση από την καλιφορνέζικη βιόσφαιρα γύρω τους. Μετά, έχουμε ένα κοινό που αποθέωσε το Pet Sounds επειδή το είπε το αγγλικό χι, ψι, δέλτα περιοδικό, προσπαθώντας μάλιστα να τα φορτώσουν όλα στον σαλεμένο νου του Brian Wilson (ολωσδιόλου λάθος). Ακόμα δε κι αυτοί οι τελευταίοι –εκτός ελαχίστων περιπτώσεων– δεν έχουν ακολουθήσει τους Boys στα επόμενα και θαυμαστά βήματά τους. Μιλώ για δίσκους που ουσιαστικά αποτελούν μικρά αριστουργήματα ποιητικής μουσικής και μελωδικότητας, όπως π.χ. το μνημειώδες Friends, το κυριολεκτικό Honey, το προβλέπον το μέλλον στα 1970s Holland ή το κτηνωδώς υποτιμημένο 20/20.
Συνδετικός κρίκος των παραπάνω δίσκων, αλλά και ουσιαστικό σιλό ιδεών και ηχογραφήσεων, ήταν το SMiLE. Όταν τελείωσε η εποποιία του Pet Sounds, ο Brian Wilson δεν μπορούσε να κάτσει στην καρέκλα του. Όχι μόνο επειδή το αντίπαλο δέος από την πέρα μεριά του Ατλαντικού (βλέπε Σκαθάρια) μεγάλωνε δίσκο με τον δίσκο, παράγοντας τεχνουργήματα με τελείως διαφορετικές δομές ανά έκδοση, αλλά και επειδή είχε στο μυαλό του κάτι άλλο. Το Pet Sounds διέθετε μια συνολική δομή, με βασική ιδέα την εναρμόνιση της ποπ μελωδίας με νέες λογικές –κι όχι μόνο στην ηχογράφηση (πολυεπιπεδικότητα ήχου και μίξης). Το ενδιαφέρον στοίχημά της βρισκόταν στο πώς θα δημιουργήσει ο άνθρωπος μια μίνι συμφωνιέτα στα στενά πλαίσια της περιορισμένης λωρίδας χρόνου του ποπ τραγουδιού. Αντίθετα, ξεκινώντας τις ηχογραφήσεις του SMiLE στα 1966, ο αεικίνητος Wilson ήθελε να πάει τη φόρμα της ποπ σε άλλη διάσταση, χρησιμοποιώντας μάλιστα την ίδια ομάδα συνεργατών: τους ίδιους μηχανικούς ήχου, τους καλύτερους σεσιονάδες της πόλης, τον δαιμόνιο Van Dyke Parks στους στίχους και ασφαλώς τις αιθέριες φωνές των Beach Boys.
Αυτονόμησε ο Wilson λοιπόν το κουπλέ από τον ευγενή ρόλο της σύνδεσης με το θυμητικό του ακροατή και –κρατώντας την πεμπτουσία του ρεφρέν– εξακόντισε τις γέφυρες και τις μελωδικές αρμολογήσεις του κυρίως κορμού του τραγουδιού στον χώρο της σπασμένης φόρμας και της αντίστιξης. Τρομακτικά δύσκολο εγχείρημα, που, μαζί με την τελειομανία μα και την εκτενή χρήση ναρκωτικών ουσιών, εξακόντισε εν τέλει τον εγκέφαλό του στη στρατόσφαιρα (αρχικώς) και σε ένα αδιέξοδο (τελικώς), όπως ομολογεί ο ίδιος. Η πίεση της εταιρείας, η αντιμαχία από τα εσώτερα της μπάντας (ειδικότερα από τον νευρωτικό σε επίπεδο άσκησης εξουσίας Mike Love) και το λαβυρινθώδες των ηχογραφήσεων υπήρξαν μπουλντόζες δεσποτισμού πάνω από το έτσι κι αλλιώς εύθραυστο της υπόστασης του Wilson. Ούτε καν η απίστευτη επιτυχία του single “Good Vibrations” (είχε προηγηθεί), το οποίο έφτασε όχι μόνο στο #1 των Η.Π.Α. αλλά και στα 1.000.000 (παρακαλώ ξαναδιαβάστε τον αριθμό) αντίτυπα πωλήσεων, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους αρμούς του.
Έτσι, την άνοιξη του 1967 ο Wilson ανακοίνωσε στην ομάδα ότι παρατάει το SMiLE και βάζει τις μπομπίνες στο συρτάρι. Η αδηφάγος Capitol τον ανάγκασε να βγάλει ένα κουτσουρεμένο παρακλάδι του δίσκου –με τον πικρά χιουμοριστικό τίτλο Smiley Smile– που, αν και ανολοκλήρωτο, δεν γινόταν να μη σε κάνει να δακρύσεις με την υψιπετή ματιά του στη μουσική. Πολλά επίσης τραγούδια και ιδέες του SMiLE διοχετεύτηκαν (με διαφορετικές μίξεις ή ακόμα και με ενορχηστρώσεις) σε άλλους δίσκους, όπως λ.χ. το υμνητικό “Our Prayer”, το ανατρεπτικό ένεκα της σύντηξης μαρίμπας και χαϋδνικής χορωδίας “Cabinessence”, το χιουμοριστικό “Vegetables” ή το καθαρότατα στοιχειωμένο “Wind Chimes”. Το 2004 ακούσαμε τελικά το SMiLE ολοκληρωμένο από τη δυάδα Wilson-Parks (σε επανηχογράφηση), φέτος όμως αποκτήσαμε και τον τύπο των ήλων, με αφορμή τα 50χρονα των Beach Boys: τα sessions και τα τραγούδια, δηλαδή, όπως αποφάσισε ο Wilson πίσω στο 1966 ότι έπρεπε να είναι. Με το μυαλό κολλημένο στην ιδέα ότι έπρεπε να φτιάξει, όπως ο ίδιος έλεγε, «Μια συμφωνία για τον Θεό».
Μην ξεχνάμε ότι αυτό που ξεκίνησε ο Wilson το 1966 –το «σπάσιμο» δηλαδή της ποπ φόρμας– χρειάστηκε να περιμένει την έκρηξη του πανκ και τους δαιμόνιους XTC ώστε να πιάσει τόπο και άλλα 30 χρόνια για να φτάσουμε στην πλήρη και τολμηρή αποδόμηση του David Sylvian στο Manafon. Στο ενδιάμεσο, βέβαια, κάποιοι άκουσαν τόσο πολύ το Smiley Smile ώστε έφτιαξαν καριέρες πάνω στη στραβή ηχητική της ποπ του: αν ακούσετε το άλμπουμ και μετά δίσκους των Flaming Lips, δεν υπάρχει περίπτωση να μην παραδεχθείτε τον δημοφιλή μουσάτο ως μέγα μπαγαπόντη. Κι αυτό διότι όλα ανιχνεύονται στο SMiLE: τα απανωτά στρώματα στίλβωσης της μελωδίας, τα field recordings –και όχι μόνο σε χιουμοριστικό επίπεδο, όπως είχαν πρωτοκάνει μερικοί συνάδελφοι των Beach Boys με αγελάδες κλπ., αλλά με πριόνια και αλυσοπρίονα τα οποία ενσωματώνονται στη βαβέλ του άλμπουμ– ή τα κρουστά που παίζουν με παρτιτούρα και όχι με μια γενική και αόριστη αίσθηση του τι σημαίνει ρυθμός. Λες κι εκείνη την εποχή είχε συνομιλίες με τον Steve Reich o Wilson (ουδόλως τυχαίως ο Reich πραγματοποιούσε τότε τις πρώτες ιστορικές ηχογραφήσεις του με πρωτόφαντες και βεβηλωμένες ρυθμικές βάσεις). Τα πνευστά, επίσης, δεν αντιμετωπίζονται ποτέ ως σόλο όργανα αλλά με τη λογική κλασικής ορχήστρας.
Αυτό όμως που ξεχωρίζει, είναι ο περίφημος χώρος. Επεκτείνοντας τις λογικές και τις πρωτοπορίες του πνευματικού του δασκάλου Phil Spector, ο Wilson προχωράει εδώ στη δημιουργία θόλων ήχου, οι οποίοι χρειάστηκαν την κατασκευή ειδικών καμπινετών στο Λονδίνο για να δώσουν την ίδια αίσθηση. 15 χρόνια προτού το σκεφτεί οποιοσδήποτε παραγωγός του χαρντ ροκ, ο Wilson ηχογραφούσε τα τύμπανά του μέσα σε (διαφορετικές και ανάλογα με το track) πισίνες.
Σπανίως θα χρειαστείτε περισσότερο χρόνο για να ανακαλύψετε τις αρετές ενός δίσκου όσο θα επενδύσετε σ’ αυτές εδώ τις ηχογραφήσεις. Διότι οι εκατοντάδες μελωδίες θα σας στρέψουν προς τελείως διαφορετική ηχητική αλλά και πνευματική (το τονίζω) διάσταση σε κάθε ακρόαση. Όσο κι αν ακούγεται παράταιρο για τη μαρμαρυγή φωτός που κουβαλάνε τα sessions του SMiLE, μια ακρόαση με ακουστικά μέσα σε απόλυτο σκότος (ή έστω σε ελεγχόμενο φως) θα σας αποκαλύψει νέες γαίες. Πρόκειται για την κατάθεση μιας μεγαλοφυΐας, που περιπατεί σε κήπους όπου ο μανιχαϊσμός στις αποχρώσεις δεν έχει καμία θέση. Η διερεύνηση της αίσθησης του φόβου μέσα στην ανθρώπινη φύση είναι τόσο πανταχού παρούσα εδώ μέσα, όσο και η έννοια της δημιουργικής αποδόμησης.
Μαζί με τον Van Morrison και το Astral Weeks ελάχιστες φορές πλησίασε στον 20ο αιώνα το ανθρώπινο πνεύμα τη θέωση και την έννοια του κάλλους όπως σε αυτές τις ηχογραφήσεις του Brian Wilson. Αν το Pet Sounds είναι ένας ύμνος προς την ανθρώπινη ζωή, το SMiLE υμνεί το ανώτερο Ον.
{youtube}1oKbjSaWFUE{/youtube}