Μέγα κράξιμο επεφύλαξε το αγγλοσαξονικό λόμπι του μουσικού τύπου στο δεύτερο άλμπουμ των Temper Trap: ως «χρυσή μετριότητα» το υποδέχτηκαν, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Βλέπετε, αν και Αυστραλοί, μετακόμισαν μόλις πρόσφατα στο Λονδίνο για να έχουν μια καλύτερη τύχη στο παιχνίδι της διεθνούς αναγνώρισης, όμως το ΝΜΕ και οι λοιπές τρέντι φυλλάδες είχαν άλλη γνώμη. Τόλμησαν κι αυτοί να γράψουν τραγούδι σαν άλλοι Clash –τι βλασφήμια!– με θέμα τις πρόσφατες κοινωνικές αναταραχές στη φετινή ολυμπιακή πρωτεύουσα και θίχτηκαν τα σωβινιστικά ένστικτα των Βρετανών...
“London Burning” το επίμαχο τραγούδι: ένα χαλαρό indie άκουσμα με ολίγον από Kaiser Chiefs αφέλεια και το θράσος να αναφερθεί σε μια εκ των έσω αδιόρατη σήψη. Και όλα αυτά στην καρδιά μιας αφ' υψηλού ορμώμενης κοινωνίας, με μια χρόνια αποικιοκρατική λογική να μαστίζει ακόμα την πλειονότητά της. Φαίνεται άλλωστε ότι η ανεκτικότητα των Βρετανών εξαντλήθηκε νωρίτερα φέτος σε κάτι γηγενείς Μακκαβαίους (βλέπε http://www.avopolis.gr/international-album-reviews/41450-given-to-the-wild), οι οποίοι με το ζόρι έξυσαν(;) πληγές που πονάνε.
Είναι βέβαια γεγονός ότι με αυτόν τον δεύτερο δίσκο οι Temper Trap έχασαν τη μεγάλη ευκαιρία να ξεφύγουν από τη σκιά του “Sweet Dispotition” και να συμπεριφερθούν ως μπάντα με βλέψεις προς κάτι περισσότερο από τον χαρακτηρισμό one hit wonders (sic). Το Temper Trap δεν περιέχει τα μεγάλα τραγούδια που θα ήλπιζαν να ακούσουν οι φίλοι του 500 Days Of Summer και λοιποί εναλλακτικοί κύκλοι. Δεν περιέχει το «όραμα» της Νέας Μεγάλης Μπάντας των καιρών μας και άλλες τέτοιες αηδίες. Δεν είναι, σε τελική ανάλυση, το άλμπουμ των charts και των top-20 των επιφανών μουσικών εντύπων του σήμερα (ή και του χθες και του αύριο). Τίποτα το διαχρονικό δεν μαγειρεύεται εδώ, στα δώδεκα αυτά τραγούδια.
Αλλά, περιέργως, το άκουσμα δεν κάνει κοιλιά: κυλάει ευχάριστα και δεν κουράζει. Στοχεύει στο ραδιόφωνο, όμως δεν υποκλίνεται στις συχνά ευτελείς επιταγές αυτού. Υπηρετεί μια χαλαρή ακροαστική διάθεση χωρίς πολλές-πολλές απαιτήσεις, ενώ θυμίζει κάμποσα παρεμφερή ακούσματα και τίποτα συγκεκριμένο ταυτόχρονα –που σημαίνει πως η μπάντα έχει απορροφήσει σε ικανοποιητικό βαθμό τις επιρροές της– και έχει να επιδείξει στιγμές αληθινής ομορφιάς [βλέπε το “Rabbit Hole” για παράδειγμα(τισμό)]. Τέλος, έχει στο οπλοστάσιό του έναν τραγουδιστή ο οποίος, αν και έχει δείξει καλύτερα δείγματα προ τριετίας, δεν αποτυγχάνει να ακουστεί όσο «γηπεδικός» μα συνάμα και όσο εύθραυστος πρέπει. Κατορθώνει έτσι ο Dougy Mandagi να κερδίσει τις εντυπώσεις, ακόμα και όταν οι συνολικές επιλογές των Temper Trap δεν είναι και οι καλύτερες δυνατές.
Με τα σίνθια για οδηγό και με το ένστικτο της επιβίωσης ενεργό σε αυτήν την προσπάθεια επαναπροσέγγισης μεταξύ Temper Trap και μουσικού κοινού, δύσκολα μπορεί να ανακηρυχθεί νικητής. Δεν χρειάζεται όμως. Κι αυτό γιατί θα αρκεστώ εδώ στην κλασική επωδό της αβίαστης και ακομπλεξάριστης απόλαυσης ενός απλώς ευχάριστου δίσκου, χωρίς τις αρτίστικες προφάσεις μιας πιο ελιτίστικης κριτικής διάθεσης –και σαφώς όχι από αντίδραση στην κοινή «άγγλοθεν» προδιάθεση. Ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο.
{youtube}iW0uYfq3VLU{/youtube}