Όταν αργείς πολύ να γράψεις για έναν δίσκο που κι εσύ συμφωνείς ότι ανήκει «στης χρονιάς» (το έχουμε σε τούτο το site, το ξέρετε), το σκεπτικό και οι κρίσεις δεν είναι πια ολότελα δικά σου. Έχεις διαβάσει αρκετά πράγματα, έχεις αφομοιώσει κάποια, έχεις επηρεαστεί, ορισμένα σχόλια έχουν ήδη διαφωτίσει τομείς για τους οποίους μπορεί αρχικά να αμφέβαλλες. Ως έναν βαθμό, έπεσε και ο Γιώργος Μιχαλόπουλος «θύμα» αυτής της καθυστέρησης στην κριτική του στο Sonik, σε ακόμα δε μεγαλύτερο βαθμό συνειδητοποιώ ότι το κείμενό μου μοιάζει με μια πιο εκτεταμένη εκδοχή του δικού του.
Κι αυτό γιατί ο Γιώργος τα είπε όλα, όπως λίγοι μπορούν να κάνουν σε μια κριτική 150 λέξεων. Επιτρέψτε μου να του κάνω το κομπλιμέντο, στους καιρούς που πια γράφει ο κάθε ένας ό,τι του καπνίσει περί μουσικής και ακόμα και σε πάλαι ποτέ έγκυρες εφημερίδες θεωρείται δημοσιεύσιμη δημοσιογραφία να ρωτάς τον καλλιτέχνη «τι έφαγε σήμερα»... Ορθώς επεσήμανε π.χ. ότι η ουσία του Voices From The Lake των Donato Dozzy & Neel βρίσκεται στο ότι είναι ένα techno άλμπουμ με after hours διαθέσεις, το οποίο δεν γίνεται να ακούσεις αποσπασματικά. Κόντρα στο zeitgeist της διογκωμένης δισκογραφικής παραγωγής του 21ου αιώνα, εδώ υποχρεώνεσαι όντως να αντιμετωπίσεις τον δίσκο με παλιομοδίτικες διαθέσεις –τότε που λίγα πράγματα έφταναν στα χέρια σου (ή για λίγα επαρκούσε το χαρτζιλίκι) και οι μουσικοί έρωτες ήταν διαρκείας και επαναληπτικοί. Πρόκειται για σημαντικότατη παράμετρο στη συγκεκριμένη ακροαστική εμπειρία, καθώς δεν προέκυψε, μα χτίστηκε έτσι συνειδητά. Τύπου «Τώρα κάτσε και άκου, μαλάκα».
Τι εννοούμε όμως με αυτήν την after hours techno ταμπέλα που φοράμε στο συγκεκριμένο άλμπουμ; Δεν εννοούμε τίποτα σχετικά με το lounge, να ξεκαθαριστεί εξ αρχής. Εννοούμε ότι, χωρίς να θιχτεί το άκαμπτο μετρικό κομμάτι του techno και χωρίς κανένα μελωδικό εξτρά –λ.χ. πιάνο ή έγχορδα– ξεπηδά μια συγκεκριμένη υφή από τα ελλειπτικά μοτίβα των δύο Ιταλών παραγωγών, η οποία καταλήγει να συγκροτήσει μια ιδιαίτερη αισθητική και ηχητική ταυτότητα. Βρίσκεσαι έτσι λίγο αιφνιδιασμένος, γιατί μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα πείθεσαι να δυναμώσεις την ένταση χωρίς όμως αυτό να έχει να κάνει με τη dance φύση του techno που ακούς: παραμένεις στις εγκεφαλικές σου διαδρομές και στην ιδιωτική σου νιρβάνα, μα νιώθεις και τη μέθεξη του club. Σε κάθε στιγμή των 70 λεπτών του, το Voices From The Lake πάλλεται από ζωντάνια, επιτρέποντάς σου να ξεχωρίσεις στιγμές (“S.T. (VFTL Rework)”, “Twins In Virgo”) μα και να μην είσαι τόσο σίγουρος για το πού τελειώνει ένα κομμάτι και αρχινά το άλλο. Περίεργα πράγματα.
Περίεργα, μα όχι καινοτόμα. Techno ακούς στο Voices From The Lake και όχι κάποιο νέο ηλεκτρονικό υβρίδιο, το οποίο, ως άλλος Ιζνογκούντ, επιθυμεί να γίνει Χαλίφης στη θέση του dubstep. Techno όμως που εξωθείται μακριά από τις συνήθειές του, σε ένα στοίχημα εξερεύνησης όχι νέων εδαφών, μα νέων διαδρομών. Κι εδώ είναι που βγάζω το καπέλο στους Dozzy & Neel: κερδίζουν και με το παραπάνω μια δύσκολη πρόκληση, φτιάχνοντας ένα άλμπουμ που, χωρίς να πρωτοπορεί, διαθέτει ανανεωτική φρεσκάδα και τη δύναμη να υπερπηδήσει τα στενά όρια στα οποία κατατάσσεται/ανήκει –θα αρέσει, όπως λέει το κλισέ, και σε κοινό που δεν ακούει techno.
Δώστε το σε όσους γκρινιάρηδες φίλους σας λένε ότι δεν βγαίνει πια καλή μουσική για να τους (απο)δείξετε ότι για το συμπέρασμα φταίει η ανάγκη τους να τη βρουν σε ένα αυστηρά ποπ/ροκ πλαίσιο ή η απροθυμία τους να την αναζητήσουν στις παρυφές της εν λόγω κουλτούρας. Μάλλον δεν θα τους αλλάξετε άποψη, βέβαια, ωστόσο μπορεί να στροφάρει λίγο το ρημάδι...
{youtube}IhCrzCpdvVU{/youtube}