Στα 85 του πλέον χρόνια, κι έχοντας ευτυχήσει να ζήσει μια καριέρα τεράστια και σε επιτυχία αλλά και σε διάρκεια, ο Tony Bennett δράττει τους καρπούς του παρελθόντος και επιστρέφει με έναν δίσκο διασκευών σε δημοφιλή pop standards, τα οποία ξεκινάνε από τη δεκαετία του 1920 (“The Man I Love” του George Gershwin) και φτάνουν μέχρι τα 1980s ("How Do You Keep The Music Playing?" του Michel Legrand). Με το Duets II, μάλιστα, κατάφερε να βρεθεί στην κορυφή των αμερικανικών charts –για πρώτη φορά στην καριέρα του! Και γιατί όχι, άλλωστε; Αφού και τα πόδια του τον κρατάνε και η φωνή του αντέχει και με το παραπάνω, καλά κάνει και αρνείται να αποσυρθεί.
Βέβαια, υπάρχει και η προ μερικών ετών μεγάλη επιτυχία του Duets: An American Classic, με βάση την οποία σου περνάει από το μυαλό, όσο καλοπροαίρετος κι αν είσαι, ότι μόνος λόγος για μια τέτοια συνέχεια στάθηκε η σιγουριά μιας αντίστοιχης εμπορικής επιτυχίας. Ωστόσο, το αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά αρπαχτή είναι, ενώ, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, αν δεν δικαιούται ο Tony Bennett να κάνει κάτι τέτοιο, τότε ποιος; Στο Duets II, πάντως, ο μουσικός διάλογος που ανοίγει ο Bennett αποδεικνύεται θελκτικός, τόσο στα όσα αφορούν στις jazzy εκτελέσεις (με swing, lounge, pop, soul προεκτάσεις) κλασικών κομματιών, όσο και στα σχετικά με τις ενδιαφέρουσες συμμετοχές, πολλές από τις οποίες πετυχαίνουν να δώσουν ξεχωριστές ερμηνείες.
Φυσικά, τα δύο ονόματα που προκάλεσαν αμέσως συζητήσεις ήταν εκείνα της Lady Gaga και της Amy Winehouse. Στην περίπτωση της πρώτης, συναντάμε μια ξεκαρδιστική εκτέλεση στο “Lady Is A Tramp”, όπου η Gaga πείθει ότι τίποτα δεν γίνεται τυχαία. Στο “Body And Soul” πάλι, η δηκτικότητα με την οποία τραγουδάει η Winehouse τον στίχο «it looks like the ending, unless I could have one more chance before I die» αναδεικνύει ανατριχιαστικά την τραγική ειρωνεία μιας σχεδόν αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Από κοντά η φρεσκάδα των John Mayer & Michael Buble στα “One For My Baby (And One For The Road)” και “Don’t Get Around Much Anymore” αντίστοιχα, ενώ η αγαπημένη φίλη του Bennett, η K.D. Lang, δίνει το απαραίτητο σοφιστικέ βάθος στο “Blue Velvet”. Βάθος και ομορφιά χαρίζουν με τις ποιότητες των ερμηνειών τους και καλλιτέχνες όπως η Aretha Franklin, ο Willie Nelson, η Queen Latifah, η Nora Jones, η Sheryl Crow και η Natalie Cole.
Από εκεί και πέρα, κάποιες από τις υπόλοιπες παρουσίες δεν υπηρετούν παρά τη λογική του να βάλουμε –σε επίπεδο ονομάτων– και λίγη οπερετική ποπ (Andrea Bocelli, Josh Groban), λίγη country pop (Faith Hill, Carrie Underwood) και λίγη latin pop (Alejandro Sanz). Δεν λέω ότι οι συγκεκριμένοι συμμετέχοντες δεν τραγουδάνε καλά, ούτε αρνούμαι ότι η παρουσία της Gaga και της Amy εντάσσονται επίσης σε μια λογική εμπορικότητας. Έχει όμως να κάνει με το αποτέλεσμα, όχι με τη λογική: τα συγκεκριμένα ντουέτο βγάζουν κάτι το αδιάφορο. Επίθετο που δεν ταιριάζει ούτε στο “Lady Is A Tramp” με το “Body And Soul”, ούτε στην τσαχπίνικη νότα που δίνει η Mariah Carey στο “When The Bells Ring For Me”. Αυτό που κερδίζει εν τέλει τον ακροατή στο Duets II του Tony Bennett και κάνει τα ντουέτα του γοητευτικά είναι η προσωπικότητα των συμμετεχόντων ερμηνευτών.
Φυσικά, αυτός που βάζει την τελική σφραγίδα σε όλα τα παραπάνω όντας ο αληθινός ενορχηστρωτής του εγχειρήματος μα και η ψυχή του όλου πάρτυ, είναι ο σπουδαίος Tony Bennett. Αειθαλής και σπινθηροβόλος ερμηνευτής, κρατάει για τον εαυτό του τον ρόλο του δευτεραγωνιστή σε κάθε ντουέτο, όχι μόνο ως σωστός οικοδεσπότης αλλά και γιατί γνωρίζει καλά ότι αυτό που θα κάνει τις συγκεκριμένες εκτελέσεις και πάλι ενδιαφέρουσες δεν είναι τόσο η δική του σταθερή παρουσία, όσο το πάντρεμά της με το ταλέντο των προσκεκλημένων του. Γνωρίζει άλλωστε και τα παρόντα φωνητικά του όρια και έτσι αποφεύγει τις ακρότητες: προτιμά να παρακολουθεί από κοντά, συνεισφέροντας την ομορφιά και τη βαθιά εμπειρία που αποπνέει η ερμηνεία του.