Σας έχει συμβεί ποτέ να εμφορείστε από συναισθήματα φρίκης και θαυμασμού συγχρόνως; Από αποτροπιασμό και ενθουσιασμό; Κάτι σαν να καταρρέουν οι δίδυμοι πύργοι μπροστά σας;
Αυτό ένιωσα κι εγώ, βλέποντας το εξαιρετικό στην παραγωγή και σκηνοθεσία DVD από την παράσταση της όπερας Macbeth του Giuseppe Verdi, που έλαβε χώρα στο Παρίσι το 2009 (στην Όπερα της Βαστίλης). Οι συμμετέχοντες μουσικοί, μονωδοί, χορωδοί και ο διευθυντής ορχήστρας εξαίρετοι. Όλα θα οδηγούσαν στο να έχουμε μια παράσταση με τον συνήθη πήχη ποιότητας, ακόμα και σαν αυτές τις μοντέρνες με τα σύνθετα υποφώσκοντα νοήματα και τα «λιτά» σκηνικά. Όμως ο σκηνοθέτης Dmitri Tcherniakov πέτυχε να δώσει το κάτι παραπάνω.
Πιο συγκεκριμένα, δεν έχω ξαναδεί σκηνικό, σκηνοθεσία, κουστούμια και φωτισμούς που να προκαλούν στον θεατή το αίσθημα του φόβου και του σφιξίματος στο στομάχι, χωρίς να έχει πέσει ούτε μια στάλα αίματος επί σκηνής. Ο Tcherniakov γράφει το έργο από την αρχή, όχι χρησιμοποιώντας τη γραφίδα του μουσικού ή του λιμπρετίστα μα εκείνη του δημιουργού εικόνων και διαθέσεων.
Όλο το εύρος των χορωδών χρησιμοποιείται όχι περιφερόμενο στη σκηνή, αλλά ως υποκριτικό εργαλείο εξαιρετικής μορφής και ποιότητας. Το σκηνικό με τα ψυχρά έως σκοτεινά χρώματα μοιάζει περισσότερο σε μια πόλη της ανατολικής Ευρώπης, με τα επαναλαμβανόμενα μεγάλα οικιακά συγκροτήματα και με τη μόνιμα απειλητική συννεφιά πάνω από τα κεφάλια των ηρώων, η οποία ποτέ δεν καταλήγει μεν σε κάποιου είδους ξέσπασμα διαρκώς όμως μεταθέτει την απειλή –καθιστώντας ισχυρό το καθεστώς τρομοκρατίας που επιβάλλει στο θεατή. Είναι ένα από τα πιο υποβλητικά πράγματα που έχω δει.
Για την ενδυματολογική προσέγγιση πάλι, δεν θα ήταν αρκετό να πούμε ότι ακολουθεί το σκηνικό. Απεικονίζει μια κοινωνία με συγκεκριμένους ρόλους: ο εργάτης, ο φοιτητής, ο μεσήλικας γραφειοκράτης, η ανήμπορη ηλικιωμένη γιαγιά, η επιμελημένη στην εμφάνιση κυρία, τα παιδιά. Μια κοινωνία η οποία, παρόλο που λειτουργεί ως μια συλλογικότητα, συγχρόνως αφήνει να διαφανεί –απειλητικά– και το ατομικό στοιχείο του καθενός, ως ένα απρόβλεπτο στοιχείο που μπορεί να θέτει σε αμφιβολία όλη την πλοκή. Η εικόνα παραπέμπει σε κοινωνίες μετασοβιετικού σχηματισμού, όπου το παλιό παντρεύεται με το καινούργιο και η χθεσινή ανερμάτιστη βεβαιότητα βουλιάζει στην επικείμενη αβεβαιότητα.
Το ευτυχές του εγχειρήματος, όμως, οφείλεται και στους μουσικούς συντελεστές. Οι μονωδοί εξαίρετοι, η διεύθυνση του Θεόδωρου Κουρεντζή αποσβολωτική ακόμα και κινησιολογικά, αν αυτό σημαίνει κάτι. Ένα ολοκληρωμένο ακρόαμα. Και για να κάνουμε μια αναφορά και στον έτερο Έλληνα ο οποίος συμμετείχε σε αυτήν την παραγωγή –τον βαρύτονο Δημήτρη Τηλιακό, που ερμήνευσε και τον ομώνυμο ρόλο– να σημειώσω την εξαιρετική του παθοποιία, τη δυνατότητά του να υποδύεται συναισθήματα αλλά και να τα προκαλεί στο κοινό. Κάτι σπάνιο, πιστεύω.