Προσπάθεια κατάρριψης του «κλισέ του μπακαλιάρου»: ας με συγχωρήσει ο μίστερ Jon Savage, ιστορικός punk rock γραφιάς και κιουράτορας του παρόντος μπουκέτου, μα τούτα τα τραγούδια ΔΕΝ ακούγονται «αντιστοίχως φρέσκα και τη σήμερον ημέρα». Και πώς να το κάνουν άλλωστε, όταν όλα τους είναι αντιδραστικά παράγωγα της εποχής τους –συνεπώς άρρηκτα συνδεδεμένα με ένα πολύ συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, το οποίο ουσιαστικά τροφοδότησε τόσο τη σπίθα, όσο και τη διαδικασία δημιουργίας τους;

Εκτός εάν παραμερίσουμε παντελώς αυτή τη διαδικασία, για να τα αντιληφθούμε αποκλειστικά ως τελικά ηχητικά προϊόντα, χάνοντας περίπου τα τρία τέταρτα της ουσίας τους. Η ύπαρξη κάποιων αποστομωτικών εξαιρέσεων, βέβαια, έρχεται να περιπλέξει κάπως τα πράγματα. Για παράδειγμα, στα ενδιάμεσα ακόρντων και στίχων του “We Are The One” των Avengers, παίρνει μορφή η ουτοπία της Δυτικής νεανικής κουλτούρας μέσα σ’ όλη την απλότητα/απλοϊκότητά της, ανεξαρτήτως χωροχρονικών δεδομένων: «We are not fascists (pigs) / We are not capitalists (industrialists) / We are not communists / We are the One».

Ασφαλώς, οι όποιες αμιγώς αισθητικές παρατηρήσεις ουδόλως συνδέονται με το «ακαδημαϊκό» κύρος του Jon Savage, ο οποίος στο Black Hole ξεφλουδίζει εμπρός στ’ αυτιά μας το κρεμμύδι των απαρχών του καλιφορνέζικου punk (cali punk αναγράφεται στο ταμπελάκι του). Φιλοδοξώντας, κατά τα λεγόμενα του, να αποκαταστήσει μια ιστορική αδικία διαπραχθείσα τους καιρούς εκείνους (βλέπε και τίτλο): τη σχεδόν απόλυτη επισκίαση της συγκεκριμένης σκηνής απ’ τον σοβινιστικό όγκο της βρετανίδας μάνας της –δεν είναι του παρόντος να μπλέξουμε στη συζήτηση με την κότα και τ’ αυγό, σε μουσικο-ιστορική έκδοση περί του τόπου γέννησης του punk.

Κι εδώ που τα λέμε τα έχει τα δίκια του ο άνθρωπος, καθώς, ως γνωστόν, τους Sex Pistols και την αλήθεια τους τα έμαθε μέχρι και ο παπάς της γειτονιάς, ενώ τους άμοιρους τους X… Για καλό ή για κακό, σχεδόν μιάμιση δεκαετία αργότερα οι Green Day θα έπαιρναν μαζική εκδίκηση. Ακόμα κι έτσι, πάντως, οι μονογράμματοι αποθεωτές του άστεως, παρέα με τους Dead Kennedys (και οι δυο στην πρώτη φάση τους), πυκνώνουν μονάχοι την πρώτη γραμμή του Black Hole: California Punk 1977-1980, τόσο σε επίπεδο αναγνωρισιμότητας, όσο και σε μονάδες ειδικού βάρους. Πιο πίσω δε στέκονται τυπάδες όπως οι Germs, εμφανώς πιο «δεύτεροι» όσον αφορά στο αυστηρά ηχητικό τους αποτύπωμα, ωστόσο εκ των πιο εκλεκτών μελών της σχολής αποβίωσης «live fast, die young» –στην πράξη και στο πλακόστρωτο.

Βέβαια, ο κύριος όγκος των είκοσι έξι θέσεων της συλλογής προσφέρεται σε μπάντες της κατηγορίας «άνευ επίσημης ηχογράφησης στην εποχή τους» ή τέλος πάντων «σχεδόν άνευ τέτοιας». Κανένα εφτάιντσο, άντε κανένα EP και στην καλύτερη περίπτωση τίποτα μεταθανάτιες κυκλοφορίες –άκουγε εντός τους Dils και το τσιτά-το punk rock άσμα τους ονόματι “I Hate The Rich”.

Αλλά για να μην μπλέξουμε ανεπιστρεπτί με την περιπτωσιολογία και πέραν των όποιων αναπόφευκτων διακυμάνσεων στην ποιοτική στάθμη των επιλογών: η συγκεκριμένη κατάθεση, σε τελική ανάλυση, περιχαρακώνει για χάρη μας την κατά τα 1970s αλλαγή παραδείγματος απ’ το «παλιό» στο «νέο» rock (που λίγο αργότερα πάλιωσε κι αυτό), όπως αυτή συνέβη (και) στα καλιφορνέζικα χώματα. Στα εύφορα καλιφορνέζικα χώματα του Zappa, των Grateful Dead, των Jefferson Airplane και των Love. Στα καλιφορνέζικα χώματα της αισθητικής (κι όχι μόνο) καταπίεσης των χίπηδων, όπως ίσως κραύγαζε με δικά του λόγια κάποιος τσαντίλας πιτσιρικάς, με μια φτηνή κιθάρα ή ένα ξεχαρβαλωμένο σίνθι στις χούφτες. Εκεί γύρω στα 1977…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured