Να είσαι εικοσιενός ετών και να μπουκάρεις στην πιάτσα με δύο απανωτούς δίσκους με ισάριθμα project (ένα μάλιστα εκ των οποίων –το εξεταζόμενο– προσωπικό), δεν είναι από μόνο του αξιοζήλευτο, είναι πάντως αξιοσημείωτο. Κι αν ο πρώτος δίσκος, με τους [post – foetus], εκδόθηκε στην άσημη Mu-Nest από τη Μαλαισία(!) και μοιάζει εγκλωβισμένος στους διαδικτυακούς λαβυρίνθους, ο δεύτερος βρίσκει τον Καλιφορνέζο Will Wiesenfeld στο αναγνωρισμένο label της Anticon –και η λαϊκή παροιμία για τον τέντζερη και το καπάκι άλλη μία πρακτική εφαρμογή…

Θέλω να πω ότι το Cerulean των Baths βρίσκεται σημειολογικώς εκεί ακριβώς όπου του πρέπει: στη συνέχεια του ενδιάμεσου δρόμου (κάπου μεταξύ hip hop και μοντέρνας electronica;) στον οποίο πορεύεται περίπου βάσει… ιδρυτικής διακήρυξης η δισκογραφική από το Σαν Φρανσίσκο αφενός, και αφετέρου μια pop απόφυση της φουτουριστικής σκηνής του Λος Άντζελες (συχνά-πυκνά ο Wiesenfeld εμφανίζεται στο λίκνο της, το Low End Theory, όπου τον προσκάλεσε την πρώτη φορά ο Deadalus). Χωρίς να είναι επίσης hip hop, το Cerulean δανείζεται κάτι από τη ρυθμολογία του, και χωρίς να είναι το ίδιο πρωτοπόρο μοιάζει να συμπλέει αρμονικά με την πρωτοπορία. Είναι ίσως η λύση στην υποθετική εξίσωση που θα προέκυπτε αν σε αυτά προστεθεί και μία δόση από την αισθητική της δικής μας (ευρωπαϊκής εννοώ) Morr Music. Όπως και να έχει, ο Wiesenfeld φτιάχνει pop μουσική με δομικά υλικά υβριδικούς ήχους οι οποίοι προέκυψαν στα zeros, κάτι που μάλλον κάνει αρκετά δύσκολη και αμφίβολης επιτυχίας την προσπάθεια χαρακτηρισμού του Cerulean με λεξιλόγιο ήδη ξεπερασμένο από τους προγενέστερους αυτού (hip hop, electronica ή ό,τι άλλο). Ας αρκεστούμε λοιπόν στην pop χοάνη, τις νόρμες της οποίας –ούτως ή άλλως– υπηρετεί πρωτίστως ο δίσκος.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ο Wiesenfeld καταφέρνει να δημιουργήσει έναν ιδιοσυγκρασιακό δίσκο, ίσως γιατί χρησιμοποιεί τις καταβολές του για να βρει τη δική του φωνή και όχι για να προκύψει μια αναπαραγωγή που απλώς θα του προσκολλήσει ένα στάτους. Είναι προσωπικός δίσκος το Cerulean. Εκτός του ότι πρόκειται για προϊόν αποκλειστικά της δικής του διανοίας, μέσα από αυτό ο Καλιφορνέζος νεανίας εκφράζει τον ρομαντισμό του, τραγουδάει για τις διάφορες πτυχές του έρωτα και προβληματίζεται για τις σχέσεις και για την επικοινωνία. Υπάρχουν βέβαια μεταπτώσεις, τόσο ποιοτικές όσο και συναισθηματικές –τέτοια θέματα άλλωστε δεν είναι ποτέ μονόπλευρα. Υπάρχει, ας πούμε, η ενεργητικότητα του “Maximalist”, πλάι στο “Rafting Starlit Everglades”, που ίσως φέρει και κάτι από τον ονειρικό κόσμο του Ulrich Schnauss, η αισιοδοξία της καινούργιας μέρας (“Indoorsy”) δίπλα στη μελαγχολία του “Rain Smell” ή η ανεμελιά του “You’re My Excuse To Travel” μαζί με το σαν ανάμνηση, σκοτισμένο μα και γλυκό “Departure”…

Ο Wiesenfeld δημιουργεί με άλλα λόγια έναν δίσκο για να μιλήσει για τον συναισθηματικό του κόσμο, χρησιμοποιώντας τη μουσική γλώσσα που (προφανώς) τον γαλούχησε, ακούσματα τα οποία ίσως έστεκαν δίπλα σε αυτά τα αισθήματα πριν μπει στην θέση τους το Cerulean ή το Baths project. Η κατάδυση σε αυτόν τον κόσμο έχει το ενδιαφέρον της, όχι γιατί κρύβει τίποτα συγκλονιστικά μυστικά ή καμιά μαγική συνταγή, αλλά διότι δύναται να σου θυμίσει την αθωότητα και την αμεσότητα που είχαν τα συναισθήματα, προτού τα ρημάδια τα χρόνια τα κάνουν όλα να φαίνονται τόσο περίπλοκα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured