Η προοδευτικότητα στη μουσική μπορεί να εκφραστεί με ποικίλους τρόπους και να διαχωριστεί σύμφωνα με διαφορετικές ποιοτικές επιδιώξεις. Υπάρχει, ας πούμε, η περίπτωση της μουσικής που αρνείται τη φόρμα με σκοπό να εξερευνήσει αν υπάρχει κάτι πέρα ή έξω από αυτήν –αμφισβητώντας και ταυτόχρονα διευρύνοντας τον μουσικό ορίζοντα. Υπάρχει όμως και μια άλλη που ξεπερνάει την προσκόλληση σε στεγανά, ίσως όχι γιατί διακατέχεται από κάποιου είδους ριζοσπαστικότητα, αλλά γιατί πολύ απλά δεν αισθάνεται την ανάγκη να υπηρετήσει καμία συγκεκριμένη και politically correct τεχνοτροπία. Έτσι, δίχως να αρνείται την αναγκαιότητα ύπαρξης της φόρμας, ανακατεύει διαφορετικής δομικής σύστασης μουσικά υλικά, δημιουργώντας, εν τέλει, μια νέα, περισσότερο προσωπική προσέγγιση. Όπως και να έχει το θέμα, παρατηρείται μια –είτε εκ πεποιθήσεως, είτε περίπου εκ φύσεως– αποστροφή προς το γραφειοκρατικό τέρας του φορμαλισμού. Και αυτό μάλλον αποτελεί και το βασικό γνώρισμα οποιασδήποτε μουσικής θέλει να έχει τα φόντα να θεωρείται προοδευτική.
Οι Jaga Jazzist μπορούν να κατηγορηθούν για πολλά, αλλά όχι για φορμαλισμό, με την κλασική του τουλάχιστον έννοια. Ανήκουν δε στη δεύτερη κατηγορία δημιουργών, οι οποίοι –πιθανότατα λόγω πολυπλεύρων επιρροών– ειδικεύονται στην ανίχνευση ιδανικών συνδεσμολογιών ανάμεσα σε διαφορετικούς μουσικούς κόσμους. Οι συγκεκριμένοι Νορβηγοί μπερδεύουν αρκετές εκφάνσεις της ηλεκτρονικής μουσικής με την jazz και το (post ή μη) rock, διαμορφώνοντας έναν αρκετά προσωπικό ήχο, με τον οποίο είναι διαποτισμένες όλες οι κυκλοφορίες τους, από το ντεμπούτο A Livingroom Hush (2001), μέχρι το φετινό One-Armed Bandit. Έχουν όμως αρκετή διαύγεια, ευφυΐα και τόλμη, ώστε να επαναδιαπραγματεύονται κάθε φορά τις αναλογίες και, ως ένα βαθμό, να επαναπροσδιορίζουν την προσέγγισή τους –αρκετά ώστε να αποφεύγουν σκοπέλους όπως η επανάληψη, η ανία ή ακόμα ο ίδιος ο, δευτεροβάθμιος έστω, φορμαλισμός.
Έτσι, στο One-Armed Bandit οι Jagga Jazzist αφήνουν την αίσθηση φρεσκάδας χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Αφήνουν κατά τι παραπίσω τις ηλεκτρονικές τους καταβολές αυτή τη φορά, όπως άρχισαν να κάνουν με το προ πενταετίας What We Must, για να δώσουν χώρο σε μια πιο rock ματιά. Όταν όμως λέω rock δεν εννοώ σε καμία περίπτωση τα φορμαλιστικά αδιέξοδα που αντιμετώπισε (και συνεχίζει να αντιμετωπίζει) η καθαρή rock έκφραση. Περισσότερο αναφέρομαι σε ένα άγγιγμα της συνθετικής πολυπλοκότητας του progressive rock και σε ενορχηστρωτικές πρακτικές τις οποίες θα μπορούσαν να είχαν οι Tortoise του It’s All Around You για παράδειγμα, εάν υπήρχαν κάποια όργανα παραπάνω και μια περισσότερο jazzy διάθεση. Αυτή η σύνδεση με τους Tortoise (αν και διαφαινόταν ανέκαθεν) γίνεται εμφανής, ας πούμε, στο “Bananfluer Overalt”, ένα κομμάτι με εξαιρετικό μοίρασμα του μέτρου από πλευράς rhythm section –τόσο από τα τύμπανα του Martin Horntvath, όσο και από το μπάσο του Mathias Eick. Εκπληκτική είναι και η ομώνυμη του δίσκου σύνθεση, όπου γίνεται εμφανής μία ελευθεριακή προσέγγιση της fusion jazz με το progressive, με το βασικό θέμα να εκτραχύνεται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Παρόμοιες παρεκτροπές, βέβαια, υπήρχαν πάντα στο ρεπερτόριο των Νορβηγών (ας θυμηθούμε για παράδειγμα το “Lithuania”) μόνο που τώρα, διαθέτοντας μεγαλύτερη εμπειρία (και πιθανότατα δεινότητα) τόσο συνθετική, όσο και εκτελεστική, παρεκτρέπονται με μεγαλύτερη συχνότητα –κάτι που ομολογουμένως κρύβει μια κάποια επικινδυνότητα. Παράδειγμα, το “220 V/Spektral”, το οποίο αν και ξεκινάει με τους καλύτερους οιωνούς (ένα όμορφο θέμα στο πιάνο συνοδεία keyboards) εκτρέπεται πολλαπλώς (και μερικώς ακαταλήπτως) μέχρι τα τρεισήμισι περίπου λεπτά του, όπου παίρνει για λίγο μια όμορφη και περισσότερο κατανοητή (ή λογική αν προτιμάτε) μορφή. Μοιάζει όμως αναπόφευκτο, σε έναν δίσκο με τόσες πολλές μεταβάσεις, να υπάρχει μια (μισή για την ακρίβεια) αστοχία. Στον αντίποδα, μοιάζει ως επίτευγμα των Jaga Jazzist ότι μπορούν και τιθασεύουν αυτό το αχαλίνωτο πνεύμα δημιουργικής περιπέτειας από το οποίο διακατέχονται σε συνθέσεις που όχι μόνο βγάζουν νόημα, αλλά παίζουν κι ένα όμορφο παιχνίδι ανάμεσα σε δύσκολα και «προχωρημένα» περάσματα και περισσότερο ευανάγνωστα και «popular-friendly» θέματα (χαρακτηριστικό παράδειγμα το “Book Of Glass”).
Στον δίσκο υπάρχει επίσης το εξαιρετικό “Toccata”, το οποίο μάλλον αποτελεί τη συναισθηματική ναυαρχίδα του, με τα συνεχόμενα, κυκλωτικά πλήκτρα να διατρέχουν το σύνολο σχεδόν της εννιάλεπτης διάρκειάς του, ενώ άλλα, σε εμφανώς πιο αργό τέμπο και σε χαμηλότερες συχνότητες, πραγματοποιούν την «επίκληση στο συναίσθημα» (όπως μας μάθαιναν στο σχολείο) στην πιο ευθεία σύνθεση του One-Armed Bandit. Συναντάμε επίσης τα “Music! Dance! Drama!” και “Touch Of Evil” (με το εκπληκτικό groove), τα οποία ακολουθούν την ταραχώδη συνθετική πορεία των παραπάνω, ρίχνουν όμως και μια υπενθύμιση για τον ηλεκτρονικό εαυτό της κολεκτίβας –αν και είναι ηλίου φαεινότερο πως κομμάτια όπως το “Midget”, με την ξεκάθαρη ηλεκτρονική του προσέγγιση, δεν δύναται να επαναληφθούν, τουλάχιστον όχι εδώ. Αν κάτι μου έλειψε από τους παλαιότερους Jaga Jazzist ήταν ίσως η βαθιά και υγρή χροιά του μπάσου κλαρινέτου του Lars Horntveth (που εδώ διακρίνεται εμφανώς μόνο στο ομώνυμο κομμάτι). Αλλά υπάρχουν τόσα πνευστά και τόσα όργανα γενικότερα (ο καθένας από τα δέκα μέλη του γκρουπ χειρίζεται τρία-τέσσερα όργανα στη χειρότερη!), ώστε σίγουρα δεν μπορούμε να μιλάμε για αντικειμενική έλλειψη.
Με το One-Armed Bandit οι Jaga Jazzist σίγουρα δεν καταθέτουν το magnum opus τους. Δείχνουν όμως ότι διαθέτουν ακόμη την απαραίτητη ορμή και τη διάθεση να μην παγιδευτούν σε έναν αυτο-φορμαλισμό, ώστε φαντάζει πιθανό να το καταθέσουν στο μέλλον. Ακόμα όμως και να μην το καταφέρουν, ίσως να μην αποτελεί και ιδιαίτερο πρόβλημα. Τι είναι καλύτερο άλλωστε, μια μπάντα που κυκλοφορεί έναν συγκλονιστικό δίσκο και μετά βυθίζεται στην καλλιτεχνική ανυπαρξία ή μια άλλη που μπορεί και παραδίδει σταθερά πολύ καλούς και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντες δίσκους; Ξέρω, δεν φαίνεται τόσο συναρπαστικό, αλλά καμιά φορά η δεύτερη κατηγορία μπορεί να είναι προτιμότερη…
- Πληροφορίες
- Κατηγορία: ΔΙΕΘΝΗ
Jaga Jazzist - One-Armed Bandit
- Βαθμολογία: 7
- Καλλιτέχνης: Jaga Jazzist
- Label: Ninja Tune/Penguin
- Κυκλοφορία: Φεβ-10