Φτάνοντας στο τέλος των ’00s και κοιτώντας πίσω, σκέφτομαι ότι ένα από τα πράγματα που χαρακτήρισαν τη «δική μου» μουσική δεκαετία ως ακροατή είναι η νοσταλγική φωνή της Norah Jones. Μια άποψη που, απ’ όσο δείχνουν οι πωλήσεις, μοιράζομαι με μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού. Συγκεκριμένα, ο πρώτος δίσκος της Jones με τίτλο Come Away With Me έχει καταταχθεί στη δέκατη θέση των εμπορικότερων άλμπουμ της δεκαετίας. Δύο ακόμα δίσκοι, 9 Γκράμι και πωλήσεις άνω των 36 εκατομμυρίων αντιτύπων αργότερα, η γοητευτική κόρη του παγκοσμίως φημισμένου Ravi Shankar, μας παρουσιάζει τη νέα της δισκογραφική δουλειά.

Το ευτυχές είναι ότι στο Fall η 30χρονη, πλέον, Norah Jones συνειδητοποίησε ότι, μετά από τρεις δουλειές παρόμοιου περιεχομένου, η καριέρα της χρειαζόταν μια πνοή ανανέωσης. Η δημιουργία όμως ενός νέου, διαφορετικού ήχου είναι κάτι που τρομάζει κάθε καλλιτέχνη – πόσο μάλλον έναν τόσο επιτυχημένο. Το άλμα επιχειρήθηκε λοιπόν με το Fall, όμως η Jones μας αφήνει με την εντύπωση ότι δεν μπόρεσε να διανύσει όλη την απαιτούμενη απόσταση. Παρόλα αυτά η πρόθεση της να αποκλίνει από τον σίγουρο δρόμο αφήνει τα (διακριτικά) σημάδια της στον δίσκο. Η Ινδο-Αμερικανή μπήκε αυτή τη φορά στο στούντιο με διαφορετικούς συνεργάτες, αφού πήρε διαζύγιο από την ως τώρα μπάντα της. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την απόφαση ίσως να συντέλεσε ο αληθινός χωρισμός της με τον εδώ και χρόνια συνεργάτη της αλλά και σύντροφο στη ζωή Lee Alexander. Επίσης, το βάρος της παραγωγής του Fall έπεσε σε έναν ακόμη νέο συνεργάτη, τον Jacquire King. Παραγωγό, μεταξύ άλλων, του Tom Waits, του Buddy Guy και των Kings of Leon, ο οποίος έχει κάνει υποδειγματική δουλειά εδώ.

Ξεκίνημα με το πρώτο single “Chasing Pirates”. Ένα χαρακτηριστικό κομμάτι της υπόλοιπης δουλειάς, με ιδιαίτερα ευαίσθητο ήχο. Στη συνέχεια η Jones σηκώνεται από τη γνώριμη θέση της στο πιάνο και δοκιμάζει τα δάχτυλά της στην ταστιέρα της κιθάρας, σε κομμάτια όπως τα “Εven Though”, “Young Blood”, “Waiting” και “December”. Αν και χαρακτηριστικά τραγούδια, τα οποία γεμίζουν τα αυτιά μας με τη γνώριμη ρομαντικότητα του ήχου της Jones, δεν προξενούν το ξινό συναίσθημα του συνηθισμένου. Φτάνοντας στα μισά του Fall θα ακούσετε μάλιστα με ευχάριστη έκπληξη το “It’s Gonna Be”. Και λέω «έκπληξη» γιατί ο γοητευτικός, groovy ρυθμός τoυ κομματιού δεν θυμίζει στο ελάχιστο οτιδήποτε έχει κυκλοφορήσει η Jones ως τώρα. Προς το τέλος δεν θα μπορούσε να λείπει ένα δείγμα των folk καταβολών της, με τα χαρακτηριστικά “Tell Yer Mama” και “Man Of The Hour”.

Το Fall πρόκειται για έναν δίσκο που σε κάνει να ανυπομονείς για τον επόμενο. Χαρακτηρίζεται με ευκολία επιτυχημένος και δείχνει να προοικονομεί μια νέα αρχή για τη Norah Jones. Μένει έτσι να δούμε – ή καλύτερα να ακούσουμε – τη συνέχεια. Για την ώρα, προτείνω χαμηλό φωτισμό και μοναχικότητα κατά την ακρόαση του. Το ταξίδι θα το αναλάβει η φωνή που βγαίνει από τα ηχεία...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured