Wilkommen U2… Από τη βερολινέζικη νύχτα της 3 Οκτωβρίου του 1990, που υποδέχτηκε την τελευταία πτήση με προορισμό την ανατολική Γερμανία, στη Δυτική 53η οδό στο Μανχάταν, όπου τμήμα της, στην περιοχή όπου συναντά το Broadway, μετονομάστηκε από τον δήμαρχο Bloomberg στις 5 Μαρτίου του 2009 σε “U2 Way” για ένα διάστημα. Η μεταναστευτική μητρόπολη του σύγχρονου κόσμου συγκεντρώνει άλλωστε τις διασπορές των ριζών (roots) στις διάφορες διαδρομές (routes) που ακολουθούν, χωροθετώντας τις εθνοτοπίες στα boroughs (δήμους) της, επαναδιαπραγματεύοντας τις μεταξύ τους σχέσεις, διαχέοντας έπειτα το φαντασιακό αυτών των εντοπιοτήτων στα παγκόσμια δίκτυα. Οι τέσσερις Ιρλανδοί, σχεδόν έναν αιώνα σφότου οι πρόγονοί τους μετανάστευσαν από το νησί τους στα βορειοδυτικά της Ευρώπης σε ένα άλλο νησί στην ανατολική ακτή της Αμερικής, είναι σαφές ότι δεν έχουν να κάνουν με την πραγματικότητα της μετανάστευσης, αλλά με την ποιητική της.

Φαίνεται όμως ότι μέσα στα χρόνια κατέστησαν τους εαυτούς τους εγκατεστημένους (με μια ευρεία έννοια) σε τέτοιο βαθμό, ώστε πια η χωρική μετατόπιση να μην ακολουθείται αυτομάτως και από μια μετατόπιση στη σκέψη. Οι πρόσφατες διαδρομές σε Μαρόκο, Δουβλίνο, Νέα Υόρκη, που προηγήθηκαν του No Line On The Horizon, θα μπορούσαν να θεωρηθούν άτοπες ή/και άσχετες με βάση τη λογική με την οποία έγιναν. Η επιτάχυνση της ιστορίας και η συμπίεση του χωρο-χρόνου φαίνεται να συμπιέζουν και το ιρλανδικό υπεργκρουπ – από τα τελευταία μεγάλα rock συγκροτήματα. Χαρακτηρισμός που αφορά φόρμες, από τα πρωτογενή προσλαμβάνοντα ερεθίσματα μέχρι τη μουσική σύνθεση οι οποίες ήδη θέτουν όρια. Οι U2 μπορεί να κατάργησαν πρακτικά τα εθνικά σύνορα για τους ίδιους, αλλά δημιούργησαν άλλα, άυλα. Η μουσική τους προσέγγιση ήταν βέβαια πάντα ιδιάζουσα (και παραμένει με τον τρόπο της), λόγω κυρίως του πνευματικού στοιχείου που υιοθετούσε. Ήταν εκεί όταν επανεφηύραν τον εαυτό τους την δεκαετία του 1990, διαρρηγνύοντας την Κοινωνία του Θεάματος και αγκαλιάζοντας με χιούμορ τον κυνισμό, η αποφυγή του οποίου την προηγούμενη δεκαετία τους είχε καταστήσει «uncool» ανάμεσα στους Βρετανούς γείτονες, μετατοπίζοντας έτσι την εσωτερική (κυρίως) εξερεύνηση τους σε μια εξωεδαφική εξόρμηση στην Αμερική. Ήταν τον Μάρτη του 1987, λίγο πριν κυκλοφορήσει το Joshua Tree, όταν στο τεύχος 112 του τότε Ποπ & Ροκ, ένα αφιέρωμα σε αυτούς κατέληγε, «...είναι γνήσιοι, ειλικρινείς σε αυτό που κάνουν, και είτε ζωντανά είτε σε δίσκο δίνουν μια αίσθηση εξύψωσης που μόνο το μεγαλύτερο σοκ μπορεί να δώσει. Γι’ αυτό και μόνο τους αξίζει μια θέση στο πάνθεον...». Αυτό το πνευματικό/spiritual στοιχείο τους ακολουθεί ακόμα στο νέο τους άλμπουμ, πρέπει να γίνει κατανοητό όμως – όπως ανέφερε και ο Bono πρόσφατα – ότι οι U2, σε αντίθεση με τους περισσότερους, ξεκίνησαν να τραγουδούν για τον Θεό και κατέληξαν να τραγουδούν για τα κορίτσια. «I know a girl, she’s like the sea/ Ι know a girl, she says infinity is a great place to start/ no, no line on the horizon». Είναι το σημείο όπου η θάλασσα συναντά τον ουρανό.

Το Boden Sea του Hiroshi Sugimoto επιλέχθηκε για το εξώφυλλο του No Line On The Horizon. Ο τελευταίος είχε πει «I try to never be satisfied; this way I will always be challenging my spirit» και αυτή είναι και μία από τις φερόμενες ερμηνείες του δίσκου και της σύμπραξης των Iρλανδών με τους Brian Eno, Daniel Lanois και Steve Lilywhite. Οι δύο πρώτοι προσκλήθηκαν από την αρχή να συνδράμουν στη σύνθεση και παραγωγή του δίσκου, όταν δεν υπήρχαν παρά σκαριφήματα και μερικές γενικότερες ιδέες. «Time is irrelevant, isn’t linear...». Το ομώνυμο κομμάτι ανοίγει τον δίσκο, βρίσκοντας τους U2 ίσως στην πιο indie μουσικά στιγμή τους – προσεγγίζουν πιο κοντά από ποτέ όσους αυτοαποκαλούνται διάδοχοί τους (Kings Of Leon, Killers) – με τη φωνή του Bono να ηχεί πιο βραχνή αλλά ακόμα δυναμική. Η απουσία γραμμής στον ορίζοντα, πέρα από τη μελλοντική διάθεση (ήδη ανακοινώθηκε ο επόμενος δίσκος, Songs Of Ascents), αποτελεί μια καλή περιγραφή του δίσκου. Στο επίπεδο της αντιληπτικής ικανότητας, ο ορίζοντας αντιπροσωπεύει είτε μια νοητή γραμμή-όριο, χωρίς υλική υπόσταση, η οποία και συγκρατεί τα ορατά αντικείμενα στο οπτικό πεδίο, είτε το απροσδιόριστο εκείνο βάθος από όπου νέα αντικείμενα μπορούν να μπουν στο οπτικό πεδίο, να γίνουν δηλαδή ορατά και να υπάρξουν, δημιουργώντας έτσι προϋποθέσεις νέων (οπτικών) σχέσεων. Η απουσία της γραμμής (με ποιητικό μάλλον τρόπο) θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει την αταξία, την εντροπία αν θέλετε, η οποία ακολουθεί τις παραγωγές των δίσκων των U2 και που συνήθως δεν γίνονται αντιληπτές στο τελικό αποτέλεσμα. Οι συνθέσεις διαχέονται μεταξύ τους μέσα στα χρόνια – ίχνη από το παρελθόν, δραστηριότητες του τώρα, και αφηρημένες σκέψεις μπλέκονται με το φαντασιακό ενός μεγάλου συγκροτήματος-ομάδας παραγωγής-ευρύτερης επιχείρησης.

Η επιρροή βέβαια των τριών παραγωγών στον δίσκο είναι νομίζω κάτι παραπάνω από εμφανής, με τρόπο που με τις πρώτες ακροάσεις να φαίνονται ασύνδετα τα κομμάτια μεταξύ τους ή καλύτερα να δημιουργούνται δύο ομάδες – των Brian Eno & Daniel Lanois και του Steve Lilywhite. Οι δύο πρώτοι βέβαια επικρατούν προσδιορίζοντας και την τελική αισθητική του δίσκου. Κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι κάποιες φορές οι U2 προσπαθούν να κάνουν το δικό τους, παίζοντας σαν να θέλουν να αναπληρώσουν ό,τι οι ίδιοι θεωρούν ως χαμένο μουσικό έδαφος όταν πρωτοξεκίνησαν χωρίς καμία μουσική κατάρτιση, ξεπηδώντας την εποχή του βρετανικού punk/new wave: ίσως γι’ αυτό διολισθαίνουν στο παρελθόν στο “Magnificent”, επαναπροσεγγίζοντας την πρώτη τους πενταετία. Σε αυτό έρχεται να συμπληρώσει ο Lilywhite: “I’ll Go Crazy If I Don’t Go Crazy Tonight”, “Stand Up Comedy”, “Get On Your Boots”, “Breathe” – κυρίως τα τρία πρώτα. Για παράδειγμα, το “I’ll Go Crazy If I Don’t Go Crazy Tonight” αρχικά ονομαζόταν “Diorama” – Dioramas ήταν τίτλος έκθεσης του Hiroshi Sugimoto το 1976 – έχοντας τελείως διαφορετική κατεύθυνση. Μουσικά πάντως, παρά το ότι μερικές φορές φαίνεται σαν να προσπαθούν να συμφιλιωθούν κάπως επιπόλαια διάφορες λούπες, electronica και κάμποση ambient με τις συνθέσεις των U2, το No Line On The Horizon είναι ο καλύτερος δίσκος τους στα zeros. Έχει αρκετές όμορφες στιγμές και εδώ είναι κυρίως προς το κλείσιμο σε όλα μάλλον τα κομμάτια. Τα πράγματα βέβαια συνήθως μπερδεύουν με τους U2 και τα τέσσερα προαναφερθέντα τραγούδια αποτελούν καλό παράδειγμα. Είναι αυτή η ελαφρότητα που επιστρατεύεται, ένα είδος αναζωογονητικής (σύμφωνα με τον Bono) ανωριμότητας, χιούμορ το οποίο πηγάζει εν μέρει από τη στάση που αποφάσισαν να κρατήσουν ως συγκρότημα, τοποθετώντας απέναντί τους όχι κάποιους άλλους (εξωτερικό περιβάλλον – το «σύστημα» ας πούμε) αλλά τους ίδιους τους εαυτούς τους, την ίδια τους την υποκρισία μάλλον. Είτε πιο pop, είτε πιο rock, τελικά η ουσία είναι ένα είδος σχολιασμού που μπορεί και να τους αυτοαναιρεί κάποιες φορές. Πιθανότατα, όπως αναφέρει και ο Μάσλοου, να είναι ένα είδος ανωριμότητας η οποία ακολουθεί κάποιες ανεκπλήρωτες προγενέστερες ψυχολογικές ανάγκες.

Ο διαχωρισμός βέβαια σε εξωτερικό και εσωτερικό είναι πολύ σχετική, καθώς η αυτιστική στιχουργική προσέγγιση του Bono, λόγω της υπερδραστηριότητας του, δεν διαχειρίζεται με σαφήνεια τα όρια ανάμεσα στις προσωπικές του εμπειρίες και τους χαρακτήρες που επιστρατεύει ή τις περιφέρειες (χωρικά/εννοιολογικά) τις οποίες διασχίζει στα τραγούδια. Το αναφέρω αυτό διότι, αν και το No Line On The Horizon είναι από τους πιο έμμεσους δίσκους των U2, είναι ταυτόχρονα ο πιο ξεγυμνωμένος: μπορεί κανείς να σύρει το δάχτυλό του στην πνευματική ραχοκοκαλιά των U2, να φανταστεί συζητήσεις ανάμεσα στους Eno και Lanois ή τις οδηγίες του Lilywhite, να αναγνωρίσει αρκετές από τις πτυχές που δομούν τα κομμάτια. Όμως είναι αυτή η ραχοκοκαλιά, η θρησκευτικότητα, αυτή η ανάγκη να αναχθούν στο όλον, να ενωθούν, η οποία τελικά μένει. Το “Fez-Being Born” είναι η πιο ενδιαφέρουσα απόληξη αυτής της δουλειάς, έχοντας στη σύνθεσή του έναν μουσικό κυματισμό μιας εμπειρίας (κυρίως οπτικής) στην Νότια Αφρική. Το περιτριγυρίζουν τα “Moment Of Surrender”, “White As Snow”, “Cedars Of Lebanon” και λίγο το αποκλίνον “Unknown Caller”, το οποίο αφορά σε ένα από αυτά τα καθημερινά μετα-τεχνολογικά (μικρο)άγχη που μπορούν να συμβούν στον καθένα μας. Προσωπικές επιφωτήσεις συνδυάζονται έτσι με σκέψεις πάνω σε neon μετα-ύμνους και spirituals: ο εκκλησιαστικός ύμνος “O Come, O Come Emmanuel” επαναπροσεγγίζεται στο “White As Snow”, ενώ στο “Moment Of Surrender” η προσωπική εμπειρία τυλίγεται σε ένα trip hop beat και ένα α-λα-David Gilmour σόλο, μετατoπιζόμενη σε έναν χαρακτήρα-εξαρτημένο χρήστη: «I was speeding on the subway/ Through the stations of the cross/ Every eye looking every other way/ Counting down till the pain would stop». Η φωνή του Bono πλησιάζει κατόπιν τη Γη, ίσα που βγαίνει από τη βραχνή electronica, ώστε να καλύψει το έδαφος μέσα από τις εμπειρίες ενός πολεμικού ανταποκριτή στο “Cedars Of Lebanon”, για να συναντήσει στο τέλος ξανά τον ίδιο της τον εαυτό: «choose your enemies carefully, cos they’ll define you/ they’re not there from the beginning/ but when the story ends/ gonna last with you longer than your friends».

Όπως και οι U2 επιδέχονται αρκετές ερμηνείες, έτσι και το No Line On The Horizon. Σίγουρα ευχαρίστησε η επιστροφή τους πολλούς θαυμαστές τους – ανάμεσά τους και εμένα. Όμως πια οι U2 – και η σχέση μας μαζί τους, όσων τουλάχιστον τους παρακολουθούμε σταθερά – είναι κάτι σαν ψυχανάλυση. Και αποτελεί ένα ζήτημα το κατά πόσο επιρρεπείς μπορούμε να είμαστε στον κατεναυσμό των προκλήσεων του ψυχισμού μας. Ένα άλλο ζήτημα, επίσης, είναι η συνεργασία τους με τη Live Nation ως εταιρία προώθησης, τα νέα δεδομένα που αυτή θέτει στη μουσική βιομηχανία και τελικά το πώς επηρεάζεται η τελική παραγωγή ενός δίσκου. Αυτή είναι, όμως, μια άλλη κουβέντα...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured