Το sophomore άλμπουμ των Σουηδών I’m From Barcelona είναι όπως τα περισσότερα δεύτερα άλμπουμ: το αρχικό πάθος έχει υποχωρήσει, δίνοντας τη θέση του στην απόλαυση του νέου στάτους στο οποίο έχουν πλέον περιέλθει τα μέλη της μπάντας: «είμαστε rock σταρ, επιτέλους έχουμε αρκετά φράγκα να πάρουμε ναρκωτικά και να πιούμε μέχρι θανάτου». Μουσικά η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη, αφού συνήθως το δεύτερο άλμπουμ περιέχει όλα όσα θα συναντήσεις στις υπαίθριες, αυτοσχέδιες καντίνες έξω από ένα τυχαίο γήπεδο Β' Εθνικής κάθε Κυριακή: χαλασμένα κρέατα, ληγμένα τζατζίκια, σάπιες ντομάτες που έμειναν από την προ-προηγούμενη Κυριακή, με την εξαίρεση 5-6 τρυφερών μερίδων χοιρινού, που συνήθως θα πάνε στους πρώτους τυχερούς – όσους δηλαδή θα πεινάσουν στο ημίχρονο.

Η παρέα του Emanuel Lundgren έχει, επιπλέον, να αντιμετωπίσει και το μουσικό σκόπελο του «κόκορα». Σύμφωνα με τη θεωρία του Δανού μουσικολόγου David Αntqvist*, «όποιο συγκρότημα διαθέτει στις τάξεις του πάνω από 13 μέλη, είναι καταδικασμένο σε αιώνια απαξίωση και το τρώει η μαρμάγκα», ή αλλιώς «όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει». Αργεί τόσο πολύ, ώστε μετά θυμάσαι από πού κατάγονται, λες από μέσα σου «ε, λογικό είναι, αυτοί έχουν φως μόνο 5 ώρες τη μέρα» και απλά δικαιολογείς κάθε στρέμμα της παροιμίας. Ό,τι κι αν σου κάνουν μετά η ηλιόλουστη Βαρκελώνη και οι βόλτες στη Ράμπλα και οι βραδινές εξορμήσεις στα illegal του Barri Gottic, δεν μπορούν να αντιστρέψουν τη μια και μοναδική αλήθεια σχετικά με τους 29μελείς I’m From Barcelona: πως είναι Σουηδοί. Ο,τι κι αν παίξουν, όπως κι αν το ενορχηστρώσουν, όσα μινόρε ακόρντα και να βάλουν μέσα στα τραγούδια τους, όσο κι αν ο όρος «pop hook» τρέχει μέσα στον γενετικό μουσικό τους κώδικα, πάλι θα το γυρίσουν στην κιθαριστική μελαγχολία και τα τραγούδια για το Βόρειο Σέλας και τα λοιπά της Labrador Records. Στο τέλος του άλμπουμ, θα σε ρίξουν σε ένα σκοτεινό πηγάδι δέκα μέτρα κάτω απ' στη γη και μετά, με το hidden track τους που ελλοχεύει κάπου στο τέλος, θα σε κλείσουν μέσα βάζοντας ερμητικά το καπάκι.

Σ' αυτό βεβαία φταίνε και τύποι σαν εμένα: όταν είχε βγει, πριν 3-4 χρόνια, το παρθενικό τους Let Me Introduce My Friends, πίστευα πως είχα βρει τους νέους μου twee ήρωες (σε αυτό συνετέλεσε και το γεγονός πως πήραν το όνομά τους από τον Ισπανό υπηρέτη του John Cleese στη σειρά Fawlty Towers). Τους υπερεκτίμησα. Μια ακόμη σκανδιναβική μπάντα από τις δεκάδες του συρμού με τη Μαύρη Βίβλο της Pop Τραγουδοποιΐας ανά χείρας και την κάσα των drums κουρδισμένη έτσι ώστε να είναι σχεδόν αθόρυβη. Είμαι σίγουρος ότι αν ψάξω σε καθεμιά από τις σουηδικές πόλεις, με τις ομάδες των οποίων παίζω στοίχημα – την Όρεμπρο, τη Χάμαρμπι, την Κάλμαρ και τη Βάρμλαντ – θα βρω δεκάδες άλλες μπάντες καλύτερες από δαύτη.

Οι I’m From Barcelona δεν εκπροσωπούν τίποτα πέραν από μια τεράστια, χαρούμενη παρέα που περνάει όλο της το χρόνο μαζί, σαν μια χίπικη κολεκτίβα του Κen Kesey. Είναι σαν ένα αξιοπερίεργο από μια άλλη εποχή, σαν να έχεις για δήμαρχο σου μια κραγμένη αδελφή που περισσότερο σε νοιάζει πόσο παρδαλή εμφανίζεται στην τηλεόραση για να γελάσεις, παρά τι κάνει για την πόλη σου. Η ιστορία των I’m From Barcelona και το info γύρω απ' αυτούς είναι πολύ πιο ενδιαφέρον από την ίδια τους τη μουσική, ένα μίγμα ξενέρωτων μπαλαντών και παιδικά αφελών singalongs για τα γήπεδα των 500 θέσεων της Λαντσγκρόνα και της Ασιρίσκα. Εκεί είναι η θέση τους. Εκεί, στη Β' Εθνική της Twee Pop όπου το κλίμα είναι πιο χαλαρό από τα ήθη Βραζιλιάνας απ' τη Bahia, οι κιθάρες είναι ανύπαρκτες, τα πιάνα είναι emo, τα drums παίζουν βαριεστημένα και τα keyboards θυμίζουν τη διάθεση του Καραμπεάζη μετά από κάθε ήττα του (μ)ΠΑΟΚ. Υπάρχει μια και μοναδική πιθανότητα να θυμόμαστε τους I’m From Barcelona στο μέλλον. Να κάνουν ό,τι κι ο Kurt Cobain εκείνο τον Απρίλιο του 1994.

*Το όνομα του μουσικολόγου το έβγαλα από το νου μου, αλλά όλα τα υπόλοιπα είναι αλήθεια. Well, sort of.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured