Πώς υπερφαλαγγίζεις τις οδυνηρές συνέπειες ενός χωρισμού; Σε παρασέρνει η φυγόκεντρος δίνη της εσωστρέφειας σε ενδοσκοπικές, αδιέξοδες τε και ψυχοφθόρες ατραπούς αυτολύπησης και μιζέριας αναπολώντας τις εκ του σύνεγγυς στιγμές που μοιράστηκες μετά του έτερου ημίσεως, κατά την πλατωνική προσπάθεια το ένα να γίνει δυο; Μήπως τριγυρνάς σε μπαρ της συμφοράς μαρκαλεύοντας πρόθυμες και ξαναμμένες ξανθομπούρμπουλες, σε μια ταυτόχρονη προσπάθεια λήθης και ξαλεγραρίσματος; Αν όμως είσαι νιάτο και έχεις παιδιόθεν επιδράμει στη δισκοθήκη των γονιών σου – αφήνοντας τα δαχτυλικά σου αποτυπώματα σε βινύλια των AC/DC, των Ramones, των Carpenters,των T-Rex και των Pixies – λατρεύεις τον ανόθευτο θόρυβο και ομνύεις με ζέση στη δόξα των τριών ακόρντων και της πεντάλ παραμόρφωσης, να ξέρεις ότι υπάρχει διέξοδος για εσένα. Κάντο όπως ο Billy Lunn, ο οποίος σε τρυφερή ηλικία συνειδητοποίησε ότι το rock & roll είναι η επαρχία των νέων (αδιάφορο αν η προαναφερθείσα ιδιότητα προσδιορίζει ψυχή, σώμα ή και τα δυο), πήρε από το χεράκι το (πρώην) σχολικό του αμόρε Charlotte Cooper και τον μπουνταλά τον αδερφό του και, αφού σάρωσαν στον διαγωνισμό του Glastonbury για άνευ συμβολαίου μπάντες, έσκασαν το παρθενικό τους punk-pop δυναμιτάκι κρότου-λάμψης, Young For Eternity – νόστιμο μεν, παρασάγγας κατώτερο από αντίστοιχες δουλειές του παρελθόντος δε (βλέπε I Should Coco των Supergrass και 1977 των Ash).
Μολαταύτα, η επιτυχία χτύπησε ηχηρά την πόρτα των Subways, είτε με τη μορφή μιντιακών επαίνων και συμπαθητικών πωλήσεων είτε με τη sold-out υπερδυναμική παρουσία τους σε πλήθος δημοφιλών φεστιβάλ και λοιπών εξωτικών venue. Το τίμημα αυτής της ακατάπαυστης δραστηριότητας δεν άργησε να καταβληθεί: αρχικά πήρε τη μορφή της – ευτυχώς επιτυχούς –εγχείρησης του Lunn στις φωνητικές χορδές (με διακύβευμα την ολική απώλεια ομιλίας), και μετά επεκτάθηκε και στη σχέση του με την δεσποινίδα Cooper… Οπότε μάζεψαν τα μπογαλάκια τους και εμπιστεύτηκαν τις τύχες του «δύσκολου δεύτερου άλμπουμ» στα χέρια του post-grunge/art-metal/noise-pop πατρώνου Butch Vig (Nirvana, Sonic Youth, Smashing Pumpkins, Garbage). Η πλουμιστή εξωστρέφεια του νεαρού της ηλικίας αναγνωρίστηκε, τιθασεύτηκε και διαχύθηκε ελαφρώς καπλαμαρισμένη στα 12 κομμάτια που συναπαρτίζουν το All Or Nothing, αφαιρώντας μεν αυθορμητισμό και ανόθευτη κινητική ενέργεια, προσθέτοντας όμως επαγγελματισμό και πιστοποίηση ποιότητας.
Παραταύτα, την αλήθεια θα μας την εξιστορήσουν τα τραγούδια, λίγα από τα οποία θα βρεθούν σε περίοπτη θέση στο playlist σας και ακόμα λιγότερα θα διαπεράσουν τη φθορά που επιφέρει ο χρόνος. Βλέπετε, δεν αρκούν ξεπατικώματα Pixies και κατάχρηση των αντοχών του λαρυγγιού α-λα-Dave Grohl με ενδιάμεσες στάσεις σε emo μπαλάντες προσχολικού αντίκτυπου και γλυκερών τιτιβισμάτων (με εξαίρεση το ευγενικά «φολκίζον» φινάλε του “Lostboy”) για ένα στιβαρό αποτέλεσμα. Το trash-oειδές, πλήρες μονολιθικών εγχόρδων “Girls & Boys” διαδέχεται τo πλαδαρό πρώτο single “Alright” και αυτό με τη σειρά του ακολουθείται από μια σειρά ογκωδέστατων riffs και λίαν τραβηγμένων φωνητικών ακροβασιών, όπως τα “Kalifornia” και “Shake! Shake!”, χωρίς ούτε τις συνθέσεις και τη γλυκόπικρη αντίστιξη των Ash μήτε τη φλόγα και το διεισδυτικό street πνεύμα των Arctic Monkeys. Ξεχωρίζει βέβαια το κιθαριστικό μαστόδοντο “I Won’t Let You Down”, καθώς και η αντίθεση κοριτσίστικων τσιριμονιών της Cooper με τα αρσενικά «yeah-yeaah-yeaaah-yeaaaah» του Lunn στο “Turnaround”.
Εν κατακλείδι, ίσως αυτός ο αυθάδης και θορυβώδης ήχος των Subways να προσομοίαζε σε μια φαντασιακή, εφηβική ονείρωξη μπάντας της οποίας θα θέλαμε να έχουμε υπάρξει μέλη στο σχολείο, δονώντας και ξεσηκώνοντας τους συμμαθητές μας σε αυτοσχέδιες, πυρετώδεις live εμφανίσεις (κατά προτίμηση σε καταλήψεις!). Σύντομα όμως μάλλον θα βαριόμασταν, αναζητώντας πιο περιπετειώδεις οδούς μουσικής έκφρασης...
- Πληροφορίες
- Κατηγορία: ΔΙΕΘΝΗ
Subways - All Or Nothing
- Βαθμολογία: 5
- Καλλιτέχνης: Subways
- Label: Infectious / Warner
- Κυκλοφορία: Δεκ-08