Ο Max Richter (πλέον μαζί με τον Johann Johannsson και τον Hauschka μετά τα περσινά τους κατορθώματα) είναι ο σημαντικότερος νεο-κλασικός συνθέτης της καινούργιας γενιάς που δείχνει να απεμπλέκεται από τη δυναμική του Erik Satie και του Arvo Part. Οι τρεις προηγούμενοι δίσκοι του (Memoryhouse 2002, The Blue Notebooks 2004, Songs From Before 2006) – με προεξέχων τον μεσαίο – αποτελούν τόσο ισχυρές σφραγίδες συνθετικής δεινότητας, ώστε η αποδόμηση των μελωδιών του και η ενδελεχής κατανόηση των χρωματισμών των ενορχηστρώσεών του (που αναπόφευκτα θα διδάσκεται κάποια στιγμή στα avant μουσικά πανεπιστήμια) αποτελούν προσωπικό μου φετίχ. Ο Richter κατέχει έναν απολαυστικό τρόπο να παίζει στο πιάνο τις μελωδίες του (αν κι αυτό το έχουμε συναντήσει στο παρελθόν από πάμπολλους συνθέτες-πιανίστες) αλλά αυτό που τον ξεχωρίζει από τους προκατόχους ή τους σύγχρονους ομοϊδεάτες του είναι η «οικονομία» των ήχων. Γι’ αυτό εδώ και χρόνια περιμένω να τον ακούσω να μετριέται εξ’ ολοκλήρου με μια συμφωνική ορχήστρα (εν μέρει το έχει αποπειραθεί στον πρώτο δίσκο), η οποία λόγω ποσότητας οργάνων έχει οδηγήσει τόσους και τόσους κλασικούς συνθέτες σε άνευ λόγου και ουσίας υπερβολές. Είναι αρκετά τολμηρός για να προφητεύω ότι κάποια στιγμή θα το κάνει.

Αυτή την τέταρτη δουλειά του, τη συνοδεύει μια ολόκληρη θεωρία για τα μισητά ringtones. Οι 24 συνθέσεις που βρίσκονται εδώ έχουν χαρακτηριστεί από τον ίδιο ως εν δυνάμει ringtones, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι μιας και πιο πολύ έχουν ως στόχο να ακούγονται από κινητά, παρά να αντικαταστήσουν τους ενοχλητικούς ήχους ειδοποίησης κλήσεων. Οι συσκευές κινητών είναι όντως ένα καινούργιο μέσο αναπαραγωγής μουσικής και ο Richter πειραματίζεται με αυτό μόνο ως μέσο, οπότε μην μπερδεύεστε. Ούτε ένα από τα 24 θέματα τα οποία υπάρχουν εδώ δεν πρόκειται να τα χρησιμοποιήσετε ως ringtone. Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι κανένα ringtone δεν ηχεί για παραπάνω από 30 δεύτερα μιας και μετά αναλαμβάνει ο τηλεφωνητής της εκάστοτε εταιρείας και εδώ οι σύντομες συνθέσεις του Richter κυμαίνονται από 60’’ μέχρι 3 λεπτά. Άχρηστες λεπτομέρειες είναι αυτά άλλωστε. Αν λοιπόν πρέπει να βρεθεί ένα concept είναι αυτό που φανερώνεται από τον τίτλο του δίσκου. Κάθε ένα από τα 24 θέματα είναι το soundtrack από 24 carte postale. Εξού και η συντομία των συνθέσεων. Κάθε κάρτα συνήθως συνοδεύεται από 2-3 προτάσεις και αυτό είναι και το συνθετικό σκεπτικό του Richter. Αν έπρεπε να περιγραφεί το ύφος του δίσκου εν συντομία, τότε θα μιλούσαμε για 24 διακεκομμένες προτάσεις που μπορεί μεμονωμένα να ηχούν ενίοτε λειψές (ή να σε αφήνουν με την αίσθηση του ανικανοποίητου) αλλά αν τις ακούσεις συνολικά, ολοκληρώνονται με έναν μοναδικό τρόπο.

Χρησιμοποιώντας ισόποσα ηλεκτρονικά όργανα (sequencers, samples, ambient κύματα θορύβου κτλ.) και φυσικά όργανα (πιάνο, έγχορδα και – για πρώτη φορά αν δεν με απατάει η μνήμη μου – κιθάρα) δεν φοβάται να ξοδέψει ένα κάρο συνθετικές ιδέες με ακρίβεια (δεν είναι η λέξη που ψάχνω) και, επαναλαμβάνω, με μια ανήκουστη οικονομία καταφέρνοντας να σε παρασύρει και κυρίως να σε πείσει ότι πραγματικά κάθε θέμα είναι μια άλλη κάρτα από μακριά. Χρήσιμο είναι να παρατεθούν κάποιοι τίτλοι των θεμάτων μιας και βοηθούν με τη σειρά τους να τοποθετηθούν χωροχρονικά οι κινηματογραφικές εικόνες που χρησιμοποιεί ο Richter ως την απόλυτη μούσα του – και παραθέτω: “H In New England”, “A Sudden Manhattan Of The Mind”, “In Louisville At 7”, “Return To Prague”, “Berlin By Overnight”, “Tokyo Riddle Song” κτλ.

Δεν έχω ακούσει ακόμα τη μουσική που έφτιαξε για τη σχεδόν διάσημη ταινία του Ari Folman Waltz With Bashir, η οποία ίσως να τον οδηγήσει σε μεγαλύτερα ακροατήρια, αλλά μικρής σημασίας είναι αυτό. Αν λοιπόν το 24 Postcards In Full Colour είναι ο λιγότερο απαραίτητος δίσκος του Richter κερδίζει μισό αστέρι παραπάνω για τη φοβερή καθημερινότητα που τον διακρίνει και σε οδηγεί σε μια ακόμα υψηλότερη θεώρηση του έργου του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured