Ομολογώ ότι ακούω αυτό τον δίσκο ήδη για παραπάνω από ένα μήνα συνεχώς και περισσότερο από τρεις φορες την ημέρα. Αυτό με κάνει υποκειμενικό κριτή. Όχι γιατί ο δίσκος κατέκτησε τη θέση αυτή στην καθημερινότητα μου με το σπαθί του. Σαφέστατα, όταν πήρα στα χέρια μου «τον τελευταίο δίσκο του Dwight Yoakam», χάρηκα διότι τα χαρακτηριστικά που κάνουν τον Yoakam έναν από τους πιο ξεχωριστούς Αμερικανούς country μουσικούς, είναι φυσικά πάλι παρόντα. Honky tonk πιάνα, γρήγοροι (και με μια μοναδική δυναμική για τους γοφούς) ρυθμοί, υπέροχες pedal steel κιθάρες (πάντα επιλέγει τους καλύτερους της πιάτσας), σωστό ποζεριλίκι (ακριβώς επειδή εξυπηρετεί την καλλιτεχνική περσόνα και το concept και όχι ξερά το «εγώ» του), ρεμπέλικα και κεφάτα φωνητικά με τους ιδιαίτερους και διάσημους (πια) λαρυγγισμούς του. Ακόμα και η αισθητική στα εξώφυλλα και στις promo φωτογραφίες του Dwight Yoakam είναι όχι μισό, αλλά δύο ολόκληρα σκαλιά πιο πάνω από τους υπόλοιπους της κάστας του - και σας παρακαλώ εσείς (που ξερετε ποιοι είστε) μην αρχίσετε πάλι το παράδειγμα του «Man in Black» Johnny Cash. Διότι σας βαρέθηκα με αυτή την όψιμη αγάπη σας για την country, όταν δεν έχετε καν Chet Atkins στη δισκοθήκη σας.

Το κόλπο με τον Cash έχει ψοφήσει - αλλά αν θέλετε και δυο μούντζες ακόμα, θα σας παραπέμψω στην αισθητική και τα εξώφυλλα του Cash στη δεκαετία του 1980 (ή μήπως δεν τα έχετε;) και στις μαλακοδιασκευές τύπου “One”, “Μercy Seat” και “Personal Jesus” - αυτές ουσιαστικά γουστάρατε, όπως και οι μέσοι 30άρηδες Αμερικανοί, όχι την country. Θέλετε διασκευές με τσαγανό; Στο Dwight Sings Buck είστε στον σωστό δίσκο. Θέλετε στίχους που μιλάνε με μοναδικό τρόπο για την αγάπη; Εδώ είναι, σκληρά (της πλάκας) αντράκια μου, καθώς ο Dwight Yoakam αποδίδει φόρο τιμής στον (εκλιπόντα πια) Buck Owens - έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες της county. Ο Buck Owens έγραφε σύντομα τραγούδια, με pop αίσθηση της ενορχήστρωσης, χωρίς πολλά σαχλοσόλα από τις κιθάρες, με απόλυτη αίσθηση του ρυθμού και με απόλυτa αστικό feeling (δεν θα ακούσετε τίποτα για βουνά και γελάδια). Οι έρωτες του Owens είναι βιωμένοι στην πόλη: οι λέξεις απηχούν μικρά και μεγάλα αστικά κέντρα λουσμένα στο φως, αλλά και στα νυχτερινά φωτά της πόλης. Απηχούν επίσης την καθημερινότητα της δουλειάς και του μεροκάματου (γι’αυτό και είναι συγκινητικά) - δεν έχουν δηλαδή σχέση με γκομενιλίκια της μίας βραδιάς, αλλά με αυτή τη γυναίκα που η ευτυχία του να είσαι ερωτευμένος μαζί της σε γονατίζει, όντας τραγούδια τα οποία υμνούν αυτήν που πραγματικά αγαπάς. Ακόμα και όταν μιλάνε για τον πόνο της απώλειας του συντρόφου, οι συνθέσεις κρατάνε επίπεδο και αξιοπρέπεια, δεν σφαχτηριάζονται με κλάψες και ηρωϊσμούς της πλάκας.

O Dwight Yoakam έφτιαξε, με τα υλικά που ανέφερα στην πρώτη παράγραφο, έναν τρυφερό και κεφάτο δίσκο για να τιμήσει τον δάσκαλο του. Τα αστέρια που παίρνει ο δίσκος είναι τρία και όχι τέσσερα, απλά και μόνο επειδή πρόκειται για δίσκο με συνθέσεις άλλου τραγουδοποιού - είναι καθαρά θέμα αρχής. Αν πάντως λέει κάτι το παρακάτω, εγχώριο electro-pop συγκρότημα, που δεν ακούει ούτε κατά διάνοια country μουσική, ευρισκόμενο κατά τα 2/3 του στο σπίτι μου, απόλαυσε τον εν λόγω δίσκο (με κάποια αμηχανία και απορία, αν όχι ενοχές, στην αρχή). Είναι αυτό το honky tonk συναίσθημα που κατέχει ο Yoakam και κατακτά οποιοδήποτε αυτί. Για να μην αναφερθώ σε γνωστό rap παραγωγό, ο οποίος μου το άρπαξε για να φτιάξει λούπες από τις υπέροχες ταμπουριές (με εμφανή τη σουρντίνα τους ανοικτή) του Mitch Marine για τους «εν γκέτο αδελφούς», λέγοντας μου χαρακτηριστικά «πω πω γκρούβα ρε man, οι γελαδάρηδες θερίζουν!».

Σημείωση αρχισυντάκτη: για φόρα το καουμπόικο καπέλο και τις μυτερές σου μπότες και έλα να τα πούμε για αυτό το «με κάνει υποκειμενικό κριτή» της πρώτης παραγράφου!!! Και φέρε μαζί σου και κανά ντουετάκι του Buck με τη Rose Maddox, για εξιλέωση...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured