Στον κόσμο όσων ασχολούμαστε σοβαρά και σε βάθος με τη rock μουσική και την αξιολόγησή της, οι Bon Jovi είναι ένα από τα ονόματα τα οποία αγαπούμε να μισούμε και να χλευάζουμε - ως ένα κλασικό δείγμα του ανώδυνου και ανούσιου rock (ή έστω pop metal, αν προτιμάτε) που ελκύει και τέρπει τις μάζες, εις βάρος άλλων, πιο ουσιωδών πραγμάτων. Η δική μου όμως άποψη δεν ήταν ποτέ τόσο αυστηρή. Για μένα οι Bon Jovi δεν πάνε τόσο εύκολα στον κάδο με τα άχρηστα - απέδειξαν πως είχαν διάρκεια στον χρόνο όταν όλους ανεξαιρέτως τους ηχητικούς τους συνοδοιπόρους τους έφαγε η μαρμάγκα, υπήρξαν μπροστάρηδες σε μια 1980s και ολίγον MTV αντίληψη του hard rock ήχου, που δεν ήταν όμως ολότελα δίχως ενδιαφέρον και κατά καιρούς (όταν έπαιρναν το rock ‘n’ roll στα σοβαρά) έγραψαν ορισμένα θαυμάσια τραγούδια, με ένα ασυναγώνιστο mainstream touch. Από την άλλη όμως είναι αλήθεια πως οι Bon Jovi, κρινόμενοι με καλλιτεχνικά κριτήρια, δεν υπήρξαν ποτέ σπουδαία μπάντα. Κύρια αιτία για αυτό πως επέλεξαν να είναι, πάνω από όλα, πανούργοι rock έμποροι, θέτοντας το ταλέντο τους στην υπηρεσία της κατασκευής hits, που πάμπολλες φορές υπηρετούσαν απλώς τις τρέχουσες ανάγκες της αγοράς, παρά κάποια γνήσια, εσωτερική παρόρμηση.

Το δέκατο στούντιο album τους Lost Highway είναι ένα κλασικό δείγμα της παραπάνω νοοτροπίας και δεν είναι επομένως τυχαίο πως συγκαταλέγεται στα χειρότερα albums της καριέρας τους. Ο λόγος ύπαρξής του είναι απλός: πέρυσι ο Jon Bon Jovi και η παλιοπαρέα του γνώρισαν ένα μάλλον αναπάντεχο hit (“Who Says You Can’t Go Home?”) τραγουδώντας σε πιο country ρυθμούς, παρέα με την Jennifer Nettles. Έτσι, αποφάσισαν να μας σερβίρουν ένα ολόκληρο album με αυτή τη φιλοσοφία, όπου παντρεύουν τις πιο μπαλαντοειδείς όψεις της τραγουδοποιίας τους με τις συμβάσεις της mainstream country σκηνής του Nashville, κοτσάροντας ως τίτλο μια ευθεία αναφορά σε μία από τις θρυλικές επιτυχίες του μεγάλου Hank Williams. Και όπως με κάθε σχεδόν κίνησή τους ως τώρα, δικαιώθηκαν: το Lost Highway έγινε το πρώτο τους album μετά το θρυλικό New Jersey που στρογγυλοκάθησε στο Νο. 1 του Billboard Top-200, ικανοποιώντας τους πιστούς fans και ενθουσιάζοντας μια μερίδα του country κοινού, που ως τώρα μάλλον δεν είχε πολυασχοληθεί με την πάρτη τους.

Το περιεχόμενο όμως είναι γενικά απογοητευτικό (με κάποιες μικρο-εξαιρέσεις σαν το “I Love This Town” ή το “(You Want) To Make A Memory”). Οι Bon Jovi δεν ήταν ποτέ στα φόρτε τους, ούτε όταν η κιθάρα του Richie Sambora σιγούσε και περιοριζόταν στα παρασκήνια, ούτε όταν ο Jon Bon Jovi έπαιρνε το πιο γλυκανάλατο ερμηνευτικό του στιλ. Από την άλλη, το φλερτ τους με την country είναι εντελώς επιτηδευμένο. Ο Hank Williams δεν υπάρχει πουθενά εδώ μέσα πλην από τον τίτλο, όπως δεν υπάρχει ούτε καν ο κλασικός Nashville ήχος. Αντιθέτως, η αντίληψη των Bon Jovi για τον χώρο εξαντλείται στην απελπιστικά επίπεδη country-pop ή country-rock σχολή των επιγόνων του αμφιλεγόμενου Garth Brooks (Toby Keith και δεν συμμαζεύεται). Πράγμα, άλλωστε, που το μαρτυρούν και οι συνεργασίες: τραγουδούν το κάκιστο “We Got It Going On” με τους προκάτ γελαδάρηδες Big & Rich, ενώ στο (πιο συμπαθές) “Till We Ain’t Strangers Anymore” καλούν στα φωνητικά τη LeAnn Rimes, για την οποία ξέρουν και οι πέτρες ακόμα πως ενδιαφέρεται περισσότερο για την pop, παρά για την country. Καταλήγουν έτσι με ένα country rock album που ωχριά μπροστά στις καλύτερες rock στιγμές τους (Keep The Faith, New Jersey), ενώ συνάμα υπηρετεί μια country χειρότερη και από τις πιο παρακμιακές στιγμές της μεγάλης Dolly Parton.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured