Ακόμα κι αν τα ονόματα του μπασίστα των Clash, Paul Simonon, του πάλαι ποτέ κιθαρίστα των Verve Simon Tong και του drummer Tony Allen (Africa 70/Fela Kuti) δεν αρκούσαν για να σε πείσουν, ο συνδυασμός και μόνο Damon Albarn με Danger Mouse (ο άνθρωπος πίσω από το project Gnarls Barkley) αρκεί για να ανυπομονείς για το τελικό αποτέλεσμα. Η "ζωή" των The Good, The Bad and The Queen ξεκίνησε στα Aphrodisia Studios της Νιγηρίας το 2004. Οι Damon Albarn και Simon Tong είχαν ταξιδέψει μέχρι το Lagos για να ηχογραφήσουν με τον σκαπανέα της afrobeat, Tony Allen. Η συνέχεια ήρθε πίσω στην Αγγλία, εντελώς διαφορετικά... Οι προσδοκίες λοιπόν ήταν πολλές και συνήθως σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι μακριά η απογοήτευση.

Η έκπληξη έρχεται με την πρώτη ακρόαση του άλμπουμ και δυναμώνει με τις επόμενες: το 2007 μας μπήκε με ένα εξαιρετικό άλμπουμ που σ΄αφήνει μέχρι το τέλος με ανοιχτό το στόμα. Μουσική εκθαμβωτικού πλούτου υπό το πρίσμα μιας ονειρικής pop και μιας μελαγχολικής διάθεσης, σαν κυριακάτικο απόγευμα που σε βρίσκει μεθυσμένο για να αντέξεις την έλευση της επόμενης μέρας. Απόλυτα σύγχρονο είναι το άλμπουμ, αλλά με όλες τις αναφορές στην αγγλική ποπ παράδοση (τόσο που να συγκρίνεται -επιφανειακά- με την αίσθηση του Parklife), αλλά παράλληλα fuzzy, πολυεθνικό και αρκετά dub, με μια scratchy ατμόσφαιρα που αναμένεις να εκραγεί από την αρχή αλλά μόνο στο (ομώνυμο) φινάλε μετατρέπεται σε παραλήρημα.

Υπεύθυνος για τη ραχοκοκκαλιά και τις ηλεκτρονικές παρεμβολές αυτού του ενιαίου έργου είναι ο Danger Mouse, ο οποίος καταφέρνει να δημιουργήσει (μαζί με τον "δαιμόνιο" Damon) ένα άλμπουμ με τεμαχισμένες επιρροές, το οποίο θα αρέσει άνετα στους φίλους των Gorillaz και των Blur ή και των Specials αν θέλετε, αλλά ταυτόχρονα θα μοιάζει ελκυστικότατο σε όσους αρέσκονται σε νεο-ψυχεδελικο-ποπ και πιο πειραματικές δουλειές. Μαζί πέταξαν μακριά τη γραμμή εμπορικότητας και ποιότητας, παράγοντας ένα άλμπουμ σπάνιας ομορφιάς...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured