Το Stadium Arcadium τα έχει όλα:
το πρώτο single με ένα από τα καλύτερα βιντεοκλίπ ever (Dani California), ένα τραγούδι για την αγαπημένη λευκή σκόνη ‘πουδραρίσματος’ της μπάντας (Charlie), τις πρώτες συναυλιακες τους αναμνήσεις στα τέλη των ‘70s (Stadium Arcadium), ένα τραγούδι-εργολαβία του one and only mr. Balzary (Hump De Bump), μια προσωπογραφία της Γιοχάνα, της ξανθιάς νεοϋορκέζας γκαρσόνας που περιγράφεται στα τελευταία κεφάλαια του Scar Tissue (Slow Cheetah), μια ωδή στις prog rock ρίζες του συγκροτήματος (Warlocks), ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από τον πρότερο ανέντιμο βιο του Kiedis (C’mon Girl), μια οξεία αντιδαρβινική κριτική (Wet Sand), ένα δεύτερο πιθανό και πολύ καλύτερο single (Hey), μια μπάσταρδη μίξη country και sunny be-pop (Desecration Smile), μια προσπάθεια να παίξουν μπάλα στα χωράφια της hip hop (Tell Me Baby), το γαμήλιο τραγούδι-αφιέρωμα στον Flea (Hard to Concentrate), ακόμη ένα ‘μοδάτο’ δριμύ κατηγορώ στον Bush (21st Century), το τραγούδι που θα έπρεπε να υπάρχει στο Californication αντί για εδώ (She Looks To Me), ένα απολύτως περιττό αλλά εξαίσιο κομμάτι κιθαριστικής δεξιοτεχνίας (Readymade), την πιο folk μπαλάντα που θα μπορούσε να περιμένει κανείς από ένα μάτσο τύπους που μεγάλωσαν με Clinton -όχι τον Bill (If), μια ακόμη αποτυχημένη απόπειρα να το παίξουν krautrock-άδες (Animal Bar), παλιούς, καλούς Peppers (Storm In A Teacup), μια ανόητη μουσική φάρσα ευαγγελικού περιεχομένου (We Believe), πνευστά αφιερωμένα στους Talking Heads (Turn It Again) και μερικούς στίχους που θα γραφτούν στην ταφόπλακα του σκύλου του Flea (Death of a Martian).
Κοινώς τα έχει όλα, αλλά συγχρόνως και τίποτα. Γιατί δεν μπορώ παρά να παραδεχτώ, μετά λύπης μου, ότι οι Peppers αυτή τη στιγμή αποτελούν τον Σαλιέρι του rock: ένα συγκρότημα τόσο ισχυρό σε ατομικό επίπεδο που τελικά καταλήγει να αποδυναμώνεται από την ίδια του τη δύναμη, λες και μια ανώτερη ύπαρξη έκοψε τα θαυμαστά μουσικά μαλλιά ετούτης της μπάντας-Σαμψών και το μόνο που της άφησε είναι μερικές τούφες καλιφορνέζικης υπερφίαλης υπεροψίας. Το μόνο που κάνει εντύπωση στο νέο άλμπουμ τους είναι η αδιαμφισβήτητη παραγωγική ορμή και πρόοδος του Frusciante, ενώ οι υπόλοιποι τρεις έχουν μείνει στάσιμοι: ο Ψύλλος παντρεύτηκε, έγινε μπαμπάς, πέρασε κι από μια ψιλοκαταθλιψούλα και γενικά την έψαξε με την πάρτη του κι όχι με το μπάσο, στο οποίο κάποτε ήταν Μόνος μεταξύ Άνισων. Ο Kiedis, παραδομένος στη δίνη της δημοσιότητας από την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του, μοιάζει να έχει εγκολπωθεί σε όρμους προβλεπόμενης MOR βαρεμάρας επιπέδου The Wall, ενώ ο Smith ήταν ανέκαθεν τόσο σιωπηλός που νόμιζες ότι οι Peppers είχαν για ντραμερ τον Echo κι όχι έναν κανονικό άνθρωπο με σάρκα και οστά. Με την πανκ ενέργεια τους χαμένη μέσα σε ένα δίωρο κονιορτό ανίας, τους στίχους τους πιο ασυνάρτητους από ποτέ, τη μπάντα σπαρμένη σε διαφορετικές πνευματικές κατευθύνσεις (ο Frusciante μέχρι και στην Kabbalah το έριξε!) και το γάιδαρο τους δεμένο εδώ και χρόνια, το μόνο που περιμένουμε πια από ένα συγκρότημα της κλάσης των Chilis είναι να βγάλουν το δικό τους Dirty Work (το άλμπουμ που εν ετει 1986 αποτέλεσε το ναδίρ των Stones), να παχύνουν και να κάνουν περιοδείες για την κονόμα. Κρίμα.