Ας υποθέσουμε ότι η Chan Marshall δεν κατάγεται από την Ατλάντα και ότι το πρώτο όργανο που έπιασε στα χέρια της δεν ήταν μία κιθάρα αλλά ένα keyboard. Ας υποθέσουμε επίσης ότι με ένα μπέρδεμα του γενεαλογικού της δέντρου βρέθηκε να μεγαλώνει σε κάποια πολύβουη πόλη της Γερμανίας και όχι σε διάφορες κλειστοφοβικές πόλεις του αμερικανικού νότου και ότι αντί να ακούει Billie Holiday, Woody Guthrie και Buddy Holly, άκουγε Kraftwerk, Devo και Nico. Τότε ο τρόπος που θα εξέφραζε τα εσώψυχα της και οι καλλιτεχνικές της εκφάνσεις θα αντικατοπτρίζονταν στο πρόσωπο της Barbara Morgenstern.

Η Βερολινέζα kraut-τραγουδοποιός ξεκινάει την περιπλάνηση της στη μικρή αλλά σημαντική για το χώρο Monica Enterprise με το lp “Vermona ET 6-1” του 1998. Ο δεύτερος δίσκος της (“Fjorden”, 2000) γίνεται η αφορμή να συνεργαστεί για πρώτη φορά, σε επίπεδο παραγωγής, με τον συμπατριώτη της και μέλος των To Rococo Rot, Robert Lippok. Οι δυό τους θα ξανασυναντηθούν δύο χρόνια αργότερα στη Domino Records για το “Series 500 ep” και το 2005 θα κυκλοφορήσουν την πρώτη τους ολοκληρωμένη συνεργασία, “Tersi”. Το ενεργητικό της διανθίζεται με δύο ακόμα άλμπουμ, κάποια ep’s καθώς και ένα πέρασμα από τη Leaf Records δίνοντας λίγο από τα πλήκτρα της στον Bill Wells.

Το φετινό “The Grass Is Always Greener” συνδιάζει τις αρετές της κλασικής τραγουδοποιίας με έμμετρα ηλεκτρονικά και techno στοιχεία -με ποπ διάθεση- ενώ έχει τη βοήθεια του Bernd Jestram από τους Tarwater στη μίξη. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολυεπίπεδο electro-pop ανθολόγιο με ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα (γιατί άραγε να ξαναβάλεις ν’ακούσεις οτιδήποτε από Goldfrapp;). Μελωδικότητα (“The grass is always greener”, “Juist”), kraut λυρισμός (“Polar”, “Alles was lebt bewegt sich”), χορευτική παιδικότητα (“The Operator”), ηλεκτρο ambient σχεδιαμοί (“Die Japanische schranke”, “Mailand”, “Initials B.M.). Τραγούδια από έναν άνθρωπο με «άποψη» για τη μουσική και «γνώση» για την εκτέλεση της.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured