Το ζητούμενο από ένα κείμενο που εξετάζει μια νέα κυκλοφορία των Depeche Mode… ποιο είναι αλήθεια; Μήπως να περιγράψει τι μουσική παίζουν; Μην ανησυχείτε, δεν το γύρισαν στη folk μπαλάντα... Ή μήπως να καθησυχάσει τους αμέτρητους ορκισμένους οπαδούς του group ότι το album είναι όντως καλό; Συγκρατήστε την οργή σας, σίγουρα δεν είναι το χειρότερό τους... Μήπως να προσυπογράψει ότι οι Depeche Mode είναι το πιο συναρπαστικό συγκρότημα στον πλανήτη; Ε, ας μην υπερεκτιμούμε τη δύναμη της κριτικής... Μήπως, τέλος, να πραγματευτεί το κατά πόσο οι Depeche Mode του 2005 είναι πραγματικά επίκαιροι, καλλιτεχνικά υπολογίσιμοι και αισθητικά προσβάσιμοι; Αν το τελευταίο είναι αυτό που σας ενδιαφέρει, συνεχίστε να διαβάζετε...

Για το “Playing The Angel” υπάρχουν κάποια πράγματα που μπορείς άφοβα να θεωρήσεις αναμφισβήτητα: πρώτον, έχει, με διαφορά, το χειρότερο εξώφυλλο στην ιστορία τους (ειλικρινά ο Anton Corbijn θα τολμήσει να τους χρεώσει γι' αυτή την ανοησία;). Δεύτερον, είναι πολύ πιο ισορροπημένο, κυλάει πιο αβίαστα και ακούγεται πιο «ζεστό» από το προ τετραετίας “Exciter” που ναι μεν ήταν ένας παρεξηγημένα καλός δίσκος, πλην όμως παρουσίαζε ένα γκρουπ αγχωμένο να αποδείξει ότι δεν ήταν ξεγραμμένο – και το άγχος σπανίως λειτουργεί θετικά ως πηγή έμπνευσης.

Τρίτον, έχει πολύ καλή παραγωγή από τον πιτσιρικά Ben Hillier (Divine Comedy, Elbow, Blur, Doves) που, ακριβώς επειδή δεν είναι fan των τριών μουσικών που στέκονται απέναντί του, φιλτράρει ήχους, αφαιρεί κάθε τι περιττό, προσθέτει λεπτομέρειες που αναδεικνύει μόνο μία επισταμένη ακρόαση με ακουστικά, δίνει βάρος στην κιθάρα, όπου αυτή χρησιμοποιείται, αφήνει τα φωνητικά να ρέουν χωρίς να ανησυχούν μήπως δε βρουν το δρόμο τους, προσδίδει μία ambient χροιά στον ήχο των πλήκτρων και καταφέρνει να διατηρήσει την Depeche Mode ταυτότητα των τραγουδιών, κάνοντάς την όμως σχεδόν υπερβατική, ώστε να μπορεί άνετα να στέκεται σε ένα i-pod ανάμεσα σε κομμάτια των Linkin Park, Ladytron, Editors και LCD Soundsystem.

Τέταρτον, διαθέτει τουλάχιστον τρία, εν τη γενέσει τους, soon to be DM classics: το single “Precious” (με το κολλητικά επαναλαμβανόμενο riff της κιθάρας, τα συνοδευτικά/συμπληρωματικά πλήκτρα και την πειστικά τρυφερή ερμηνεία του Dave Gahan), το απόλυτο highlight “John The Revelator” (το πιο 80s κομμάτι του δίσκου, με μία σχεδόν minimal μελωδία στα πλήκτρα που απειλούν για ένα industrial ξέσμασμα, το οποίο όμως δεν έρχεται ποτέ – ακούστε το δυνατά και να είστε σίγουροι ότι στο μέλλον μας περιμένουν υπέροχα remix πάνω σε αυτό) και το “Lilian” (ίσως το πιο εμπορικό και 100% DM album track, μία σύνθεση που σου καρφώνεται στο μυαλό από την πρώτη φορά και δε λέει να βγει από εκεί μέσα, διαρκώς στροβιλιζόμενο και γαργαλώντας τη μνήμη σου, προκαλώντας σε να το σφυρίξεις στο δρόμο, να το σιγοτραγουδήσεις, όταν είσαι σίγουρος ότι δε σε ακούει κανείς και κάνοντας το κεφάλι σου να σπάσει προσπαθώντας να καταλάβεις αν οι στίχοι σημαίνουν αυτό που νομίζεις ότι ο Martin Gore θέλει να νομίζεις ή αυτό που είχε εκείνος κατά νου όταν τους έγραφε).

Πέμπτον, οι στίχοι στο σύνολό τους είναι μονίμως αμφίσημοι: αφορούν την κόρη του Gore ή μία υποτιθέμνεα αγνή αγάπη; Πραγματεύονται το πρόβλημα του Gahan με τα ναρκωτικά ή στηλιτεύουν την άκρατη εξουσία; Κάνουν λόγο για την fucked up γενιά του 21ου αιώνα ή ζητούν άφεση αμαρτιών; Κλείνουν τα μάτια και υποκρίνονται πως είναι ερωτευμένοι ή νιώθουν το άπλετο φως της αληθινής αγάπης στην καρδιά τους; Γράφουν βιωματικά ή απλώς έχουν βάλει το ταλέντο στον αυτόματο; Ποιος ξέρει... Τι σημασία έχει, άλλωστε, καθώς, όπως σημειώνουν και οι ίδιοι κάτω από την αυτάρεσκη, ασπρόμαυρη πόζα τους στο οπισθόφυλλο (προσέξτε το φθαρμένο t-shirt Sex Pistols που φοράει ο Gore), σημειώνουν χαρακτηριστικά: «Πόνος και Μαρτύριο σε Διάφορους Ρυθμούς». Υπερβολικό; Μπορεί – σίγουρα όμως το ενδέκατο studio album των Depeche Mode δεν είναι το πιο χαρούμενό τους, αν είχαν ποτέ τέτοιο...

Έκτον, υπάρχουν κι άλλα καλά τραγούδια εδώ μέσα [το δεύτερο single “A Pain That I’m Used To”, το “Suffer Well” με την κιθάρα να οδηγεί τα πάντα σε μία χειμαρρώδη εξομολόγηση και ένα ρεφρέν όλο χαρμολύπη εποχής “Violator”, το αν-δεν-το-θυμάστε-ξεκινήσαμε-την-καριέρα-μας-το-1981 “Nothing’s Impossible”, το λιτής ομορφιάς οργανικό ιντερλούδιο “Introspectre”)] αλλά εννοείται ότι υπάρχουν αδύναμες στιγμές: το gothic-ίζον “The Sinner In Me” πρέπει να το έγραψαν μέσα σε επτά λεπτά (δεν είναι κακό, αλλά υπερβολικά τυπικό), το “Macro” παίρνεις όρκο ότι το έχεις ξανακούσει σε κάποιο b side τους, το “Damaged People” χαλάει την παράδοση των ωραίων τραγουδιών που ερμηνεύει ο Gore καθώς θυμίζει ενοχλητικά Erasure (κι όμως!!!), ενώ, συγχωρέστε με, αλλά το closing track “The Darkest Star” είναι ό,τι πιο επιτηδευμένο εδώ μέσα (αργό, σκοτεινό, με τη φωνή να σέρνεται και την εφιαλτική a la Nine Inch Nails ατμόσφαιρα)...

Έβδομον και τελευταίον, για να μην μακρηγορούμε, η κατάσταση έχει ως εξής: δείξτε μου εσείς έστω ένα group, που έπειτα από 25 (όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, τόσα έχουν περάσει) χρόνια καριέρας διατηρεί δυνατότητα ελεγχόμενης δημιουργικής στύσης. Σας προκαλώ να βρείτε ένα συγκρότημα ικανό να απευθύνεται σε ανθρώπους που μεγάλωσαν με το “Black Celebration”, ακροατές του Marilyn Manson και θιασώτες της electronica ταυτόχρονα. Προσπαθήστε να σκεφτείτε έστω έναν άλλο καλλιτέχνη της γενιάς τους που να μην έχει ακουστεί ποτέ στη ζωή του γερασμένος και άκαιρος. Ψάξτε για έναν σαραντάρη μουσικό που να έχει φτάσει τόσο ψηλά χωρίς να αποπροσανατολιστεί στην πορεία. Θυμηθείτε πόσο γελοίος και ανυπόφορος είναι ο Bono…

Μην κουράζεστε άδικα – εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μοναδικό φαινόμενο που, τηρουμένων των αναλογιών, μόνο με τη χαμαιλεοντική πληθωρικότητα του David Bowie μπορεί να συγκριθεί. Αλλά ας αφήσουμε τις θεωρητικές αναφορές στην άκρη. “Playing The Angel” δε γράφει στο εξώφυλλο;... Πατήστε το play και κάντε αυτά τα τραγούδια soundtrack της αναζήτησης του δικού σας, επίγειου αγγέλου...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured