Αφήστε ό,τι κάνετε και βγείτε στα δισκοπωλεία, παρατήστε τη γκόμενα, τη δουλειά, κλειστέ το κομπιούτορα σας, αφήστε το φαΐ να καίγεται και τον καφέ να χυθεί και πάρτε το Δρόμο της Βαρσοβίας, καθ’οδόν για το Νοβοζιμπρίσκ. Μόνο έτσι θα μπορέσετε να μπείτε στο νόημα πίσω από τους Bravery, ένα συγκρότημα που (όπως δήλωσε σε ένα περιοδικό λίγες μέρες πριν) «δεν γνωρίζει τους New Order», – μια δήλωση που μου θυμίζει την προ ετών αντίστοιχη του γνωστού ρασοφόρου λαϊκιστή, σχετικά με τα βασανιστήρια της Επταετίας και δεν ξέρω κατά πόσο αυτό είναι καλό ή κακό…

Η ακρόαση του ντεμπούτου άλμπουμ των Νεοϋορκέζων είναι σαν τα one night stands ή όταν είσαι έξω με τη γκόμενα σου, σας πιάνουν ξαφνικές καύλες και πρέπει να γίνει κάτι «στο όρθιο» για να ξελαμπικάρετε αμφότεροι: δεν διαρκούν πολύ, αλλά η ποσότητα ιδρώτα που χύνεται και η ικανοποίηση που παίρνεις μετά από αυτό δεν συγκρίνεται με το καλύτερο (ωριαίο) σεξ του κόσμου. Κομμάτια-ξεπέτες των 2μιση, τριών λεπτών, βρώμικα keyboards και μια rhythm section, όπως λέει κι ο Βογιατζής, «Τσαβαλική» (ήτοι προσομοιάζουσα αυτή των Talking Heads, Blondie και των υπολοίπων Νεουορκέζικων post-punk σχημάτων). H δε εικόνα που πλασάρουν προς τα έξω (πόσες φορές θα σας πω ότι η πόζα είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ροκ μυθολογίας;) είναι αυτή πέντε μεταμοντέρνων metrosexual καρντασιών με μπόλικο μεικάπ, μαλλί-trickyμια σαν του Θεοδόση Μίχου και attitude σαν του Μάκη Παπασημακόπουλου και των υποδέλοιπων Stereo Shortcuts.

Δηλώνω φουλ και κάργα ερωτευμένος με τον Sam Endicott, ακόμη κι αν και δεν μπορώ να καταλάβω τι καπνό φουμάρει. Ή είναι όντως ένα τεράστιο ταλέντο (αφού κάνει την παραγωγή μόνος του, γράφει όλα τα κομμάτια, τραγουδάει και παίζει κιθάρα και πλήκτρα) ή η μουσική των ‘00s είναι τόοοσο μα τόοοσο πια εύκολο να γραφτεί, να παιχτεί και να παραχθεί. Αν ισχύει το πρώτο, τότε ο τύπος αξίζει να κάνει ατελείωτες παρτούζες με όλες τις Brody Dalle, Keira Knightley και Estelle Warren αυτού του πλανήτη και να «καταναλώσει ο,τι ναρκωτικά υπάρχουν στον κόσμο από το 1215 κι έκτοτε», για να θυμηθώ και ένα από τα αγαπημένα μου lines από το Fear And Loathing. Αν πάλι το μουσικό προτσές (για να θυμηθώ και τα κοινωνιολογικά μου νιάτα) είναι δα τόσο απλό, ε τότε να τα παρατήσω κι εγώ σαν τον Neil Tennant και τον Morrissey και να (ξανα)στήσω μια μπάντα. (Γιάννη τι λες, ξεκινάμε πάλι;)

Μπορείς κάλλιστα να τους κατηγορήσεις για μουσική ασχετοσύνη (πρακτική και θεωρητική – άκου εκεί «δεν ξέρουμε τους New Order». Ακόμη να το χωνέψω αυτό…) ή ότι, ως άλλες ”κλέφτρες κίσσες” κλέβουν από παντού, αλλά ένα πράγμα δεν μπορείς να τους αμφισβητήσεις: ότι το synth-rock που παίζουν δεν είναι παθιασμένο κι έντιμο, ιδανικό για ροκ κλαμπάκια, αλλά και για μερικά «υποψιασμένα» dance floor, που θα δεχτούν να συμπεριλάβουν στο πρόγραμμα τους οτιδήποτε έρχεται από το Μεγάλο Μήλο. Αngst-ridden, παγωμένες μπασογραμμές σπάνε την ησυχία, «μαθηματικά» ντραμς οδηγούν τις κιθάρες, σκοτεινά kayboards χτυπάνε στο στομάχι, στην περιοχή κάπου μεταξύ παγκρέατος και σπλήνας και ο Sam Endicott αναστατώνεται σαν γότθος που μόλις του πήρανε το Seventeen Seconds από τα χέρια, άλλοτε προσεγγίζοντας το αλύχτισμα του Robert Smith κι άλλοτε την εστέτ παράνοια του Morrissey. Η δε εμμονή τους με την βρετανική new wave/post punk σχολή – χαρακτηριστική κάθε αμερικανικού σχήματος που μεγάλωσε στη δεκαετία του ’90 – είναι παροιμιώδης: Primal Scream (post punk κι αυτοί, αν μη τι άλλο!), Duran Duran, Depeche Mode, The Smiths, Joy Division, Bauhaus, The Cure, ακόμη και Roxy Music. Κι όπως λέει κι ο Moby στο πρόσφατο τεύχος του Mojo με τον Ian Curtis στο εξώφυλλο «Όταν είσαι 22 ετών και μένεις στο Williamsburg (;), ποιος νομίζεις ότι θα σε εμπνεύσει περισσότερο; Οι Joy Division ή οι Limp Bizkit;»

Φαντάζομαι το ιδανικό line up της συναυλίας των ονείρων μου: Rapture, Stelalstarr*, Franz Ferdinand, Κills, Βloc Party, Kaiser Chiefs, Bravery. Ζητάω πολλά μάλλον…

Υ.Γ: Ελάτε τώρα, δεν είστε σοβαροί! Είναι δυνατόν να μην έχετε ακούσει ποτέ το Blue Monday ή το Regret;.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured