Τριγυρνώντας στην πόλη θα δείς και οικοδομές, των οποίων η κατασκευή δεν ολοκληρώθηκε – και ούτε πρόκειται να ολοκληρωθεί. Σκελετοειδή απομεινάρια, σα φαντάσματα που δεν αποκαλύπτουν τίποτα από αυτό που θα μπορούσαν να γίνουν.

Δε συμβαίνει, όμως, το ίδιο και στην τέχνη. Γιατί η τέχνη πέρα από κατασκευή (φόρμα, μέθοδος) εμπεριέχει και την έμπνευση και αρκούν – αν μιλάμε για την τέχνη της μουσικής – μια ζεστή μελωδική γραμμή, ένα πέρασμα από κάποιο μουσικό όργανο, το πως σπάει η φωνή για μια στιγμή, για να διαισθανθούμε, να προγευτούμε κάτι από αυτο που θα μπορούσε να εξελιχθεί.

Αυτή είναι και η περίπτωση των Aroah, δηλ. της νεαράς τραγουδοποιού Irene Tremblay - ταυτόχρονα όμως και το μεγάλο πρόβλημα. Το “The Last Laugh” ακούγεται ημιτελές, ανολοκλήρωτο. Συχνά τα τραγούδια του – ίσως και ηθελημένα – ακούγονται σα demos, και ενώ φαίνεται πως ιδέες υπάρχουν, μουσικές εμπνευσμένες από κάπου έρχονται (από τη folk, την country, την indie – pop), εν τούτοις τελικά δεν εξελλίσονται όπως θα έπρεπε, οδηγώντας σ’ένα γρήγορο αδιέξοδο, αφήνοντάς σε με την πικρή γεύση του λειψού.

Μάλιστα, λίγο μετά το μέσο, και αφού η Irene Tremblay αγγίζει με το λυγμικό “Sick in the body, sick in the head”, την κορυφή, παγιδεύεται στην εσωστρέφεια της lo – fi τραγουδοποϊίας (εγώ και η ακουστική κιθάρα μου) – και Devendra Banhart δεν είναι για να βγει αλόβητη. Έχει προλάβει, βέβαια, να μας υπενθυμίσει το στοιχειωμένο crooning της Hope Sandoval (“an orchid is a flower that thrives on neglect”) ή ακόμη και την οργανική post – folk των Four Tet (“Not Amused”), ενώ μας αποχαιρετά με ότι πιο ολοκληρωμένο υπογράφει εδώ (“Schooling”).

Δεν είμαι και σίγουρος, αλλά την επόμενη φορά η Irene Tremblay μπορεί και να μας καταπλήξει.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured