Πέρα από τη φοβερή της πορεία σαν μοναδική ερμηνεύτρια οποιουδήποτε είδους με το οποίο έχει καταπιαστεί – ξεκίνησε σαν κάντρι τραγουδίστρια αλλά πέρασε από ένα σωρό άλλα είδη, όπως η jazz και η ποπ κυρίως – η k.d. Lang έχει και το θέμα της σεξουαλικότητάς της να την ακολουθεί σε κάθε της βήμα. Μιλώντας ανοιχτά πάντα για την ομοφυλοφιλία της, είχε δηλώσει σε μια μνημειώδη συνέντευξή της στο περιοδικό Ikon το Νοέμβριο του 1995:

- Σαν παιδί, πριν ανακαλύψεις ότι είσαι gay, έβγαινες με αγόρια;
- Όχι, είμαι παρθένα. Δεν έχω πάει ποτέ με άντρα.
- Δεν σκέφτηκες ποτέ, δεν με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα αλλά τα άλλα κορίτσια το κάνουν, έτσι ίσως θα ‘ πρεπε κι εγώ;
- Ναι, βέβαια. Αλλά ήταν περισσότερο ότι ήθελα να είμαι με τα κορίτσια, έτσι έκανα παρέα με τα αγόρια για να είμαι με τα κορίτσια. Θέλω να πω, πήγαινα σε ραντεβού σε κινηματογράφο drive-in με έναν τύπο και στο τέλος φιλιόμαστε, μα ως εκεί. Το ήξερα όλη μου τη ζωή. Εκδηλώθηκα όταν ήμουν 13, αρκετά νωρίς. Ήταν κάτι φυσικό.

Ενδιαφέρον, έτσι δεν είναι; Ας αφήσουμε όμως το κουτσομπολιό για να δούμε τι μας έχει ετοιμάσει αυτή τη φορά η φίλτατη Καναδέζα αοιδός. Επιλέγει λοιπόν δέκα κομμάτια γραμμένα από καλλιτέχνες της χώρας της, προσθέτει ένα ακόμη δικό της και ορίστε οι «Ύμνοι από τον 49ο Παράλληλο».

Το πρόβλημα που ουσιαστικά είχε να αντιμετωπίσει σ’ αυτό της το εγχείρημα, όπως συμβαίνει με κάθε αντίστοιχο, είναι να ερμηνεύσει με πειστικό τρόπο κομμάτια που έχουν χαρακτηρίσει με τις ερμηνείες τους οι δημιουργοί τους. Για να συνεννοηθούμε, να πούμε κατ’ αρχήν ότι επιλέγει να εκφέρει την άποψή της επάνω σε δύο συνθέσεις του Neil Young (“After The Gold Rush” και “Helpless”), δύο της Joni Mitchell (“A Case Of You” και “Jericho”), δύο του Leonard Cohen (“Hallelujah” και “Bird On A Wire”) αλλά και δύο της παραγνωρισμένης Jane Siberry (“The Valley” και “Love Is Everything”), ενώ από ένα κομμάτι τους βλέπουν στο δίσκο ο Bruce Cockburn (“One Day I Walk”) και ο Ron Sexsmith (“Fallen”).

Μπροστά λοιπόν σ’ αυτά τα ιερά τέρατα, η k.d.Lang στέκεται αγέρωχα και με υπερβολική αυτοπεποίθηση, δίνοντας ένα δικό της στίγμα που δεν πληγώνεται ούτε στο ελάχιστο στη σύγκριση, όχι μόνο με τα αυθεντικά κομμάτια, αλλά και με άλλες μνημειώδεις ερμηνείες σ’ αυτά – με το “Hallelujah” από τον Jeff Buckley να έρχεται ασφαλώς πρώτο στο νου.

Η Lang είναι απλά η Lang, έχει δημιουργήσει το δικό της στυλ, το μουσικό υπόβαθρο είναι λιτό και διακριτικό, και την αφήνει να κάνει το παιχνίδι της. Είναι ουσιαστική μα μπορεί ταυτόχρονα να επικοινωνεί τη σωστή αίσθηση των τραγουδιών στον ακροατή, πράγμα που την κάνει μια ευρείας αποδοχής καλλιτέχνη που όμως αφήνει και μια κρυφή πίσω πόρτα για όσους αναζητούν ερμηνευτές με όλα τα προσόντα να χειριστούν το υλικό που τους δίνεται περισσότερο από επιδέξια. Είναι καταπληκτική, αλλά αυτό δεν περιμέναμε αυτόν της το δίσκο να το μάθουμε!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured