Όταν το ροκ έκανε τα πρώτα το βήματα, δεν υπήρχαν μπάντες που να έγραφαν το δικό τους υλικό κι όλες στηρίζονταν σε διασκευές γνωστών κομματιών προκειμένου να βγουν από την αφάνεια. Beatles, Stones, Animals και πολλοί άλλοι ξεκίνησαν με τον τρόπο αυτό. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 όμως ο όρος «διασκευή» απέκτησε ένα εκ νέου νόημα, κυρίως εξαιτίας της μεταχείρισης που έτυχε από καλλιτέχνες του βεληνεκούς ενός Bowie κι ενός Dylan. Τα άλμπουμ τους άνοιξαν τον δρόμο για πολλά άλλα και απέδειξαν την αξιωματική ρήση ότι «όταν είσαι διάσημος, καλό είναι να αναγνωρίζεις από πού ξεκίνησες και να αποκαλύπτεις στο κοινό που σε ακολουθεί τις διάφορες επιρροές που σφράγισαν την –μουσική– ζωή σου. Μετά έβγαλε ο Lennon το Rock & Roll, μέχρι να φτάσουμε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 όταν οι Duranies κυκλοφορήσαν το τρισάθλιο εκείνο Thank You, το οποίο κάποτε χαιρετίστηκε ως το «χειρότερο άλμπουμ διασκευών που ηχογραφήθηκε ποτέ».

Το Feedback δυστυχώς είναι ακόμη κατώτερο και το μόνο που διασώζει την κατάσταση είναι οι καλές του προθέσεις: σηματοδοτεί ένα δώρο των ιδίων των Rush στους οπαδούς τους με την αφορμή 30 χρόνων από την κυκλοφορία του πρώτου τους δίσκου. Το σημαντικότερο πρόβλημα που έχουν οι τρεις βετεράνοι Καναδοί να αντιμετωπίσουν είναι η έλλειψη πρωτοτυπίας. Αντί να δοκιμάσουν να δώσουν την δική τους ερμηνεία στα κομμάτια αυτά, αντίθετα επιλέγουν να ακολουθήσουν την πεπατημένη.

Στη διασκευή ας πούμε του Summertime Blues αντί να του αλλάξουν τα φώτα όπως έκαναν πρώτοι οι Blue Cheer το 1969, επέλεξαν να ακούγονται σαν μια φθηνή κόπια των τελευταίων. Και το Crossroads αντί να επιστρέψει στις blues ρίζες του – των οποίων τόσο ένθερμος οπαδός είχε δηλώσει κάποτε ο Geddy Lee – ακολουθεί την Clapton-ικη παράδοση της διασκευής των Cream. Έτσι οι Rush μπορούν να καυχώνται ότι εφηύραν ένα νέο είδος: την Διασκευή Σε Μια Ήδη Υπάρχουσα Διασκευή.

Μόνο ο Neil Peart μοιάζει να τολμάει να «πειράξει» λίγο παραπάνω τις ιερές αυτές αγελάδες: προσθέτει tribal ρυθμούς στο Summertime Blues, γυρνάει ανάποδα το For What It’s Worth των Buffalo Springfield και στέκεται στην παράδοση του Bonham με το ξέφρενο drumming του στο The Seeker των Who. Το Seven And Seven Is των Love από γκαράζ διαμαντάκι μετατρέπεται σε ένα ασύδοτο prog rock πανηγύρι και ο ενισχυτής στάζει αίμα μόνο στο Heart Full of Soul, όπου κι αυτό ανεβάζει ταχύτητες, εκεί δηλαδή που είναι και το φόρτε της μπάντας.

Μετά από 30 χρόνια καριέρας, μερικά εκπληκτικά άλμπουμ και πωλήσεις άνω των 25 εκατομμυρίων, το λιγότερο που περιμένεις από τους Rush είναι τον χαρακτηριστικό trademark ήχο τους. Αυτός δεν υπάρχει πουθενά ή τουλάχιστον αφήνεται ελάχιστα να διαφανεί. Θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν τον δίσκο στο προσωπικό τους site ως δώρο στους θαυμαστές τους. Γιατί τώρα δυστυχώς θα πάει άπατος…

Υ.Γ. Εξαιρετικό το εξώφυλλο του Hugh Syme, ένα αυθεντικό κομμάτι rock memorabilia που φέρνει στο νου τις αντίστοιχες αφίσες αναγγελίας καλλιτεχνών του Fillmore East.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured