Ο Τιμ Μπουθ σε κάποιο σημείο της καριέρας του κατέληξε, δυστυχώς γι' αυτόν, να γίνει το αρσενικό αντίστοιχο της Alanis: οι μισοί Άγγλοι τραγουδιστές ήθελαν να ακούγονται σαν αυτόν και οι άλλοι μισοί να κάνουν ο,τι μπορούν ώστε να μην ακούγονται σαν αυτόν. Ααααχ… Που είναι εκείνες οι μέρες των James, μιας εκ των σπουδαιότερων κι επιδραστικοτερων φορέων του ιού της britishness; Τότε που ήταν προνόμιο για ένα γκρουπ να αποκαλείται indie κι όχι όπως σήμερα που ο ίδιος όρος αποτελεί έναν ομιχλώδη, αν όχι υποτιμητικό χαρακτηρισμό. Περιμένοντας τον λατρεμένο Τιμ να κυκλοφορήσει τον νέο του δίσκο, στο μυαλό μου έπαιζε σε repeat – εκτός από την φωνή του Χελάκη στο Sport FM – η παροιμία «Οποίο πρόβατο φεύγει από το κοπάδι, το τρώει ο λύκος» και στο τέλος του εν λόγω συλλογισμού έβαλα ένα ερωτηματικό. Προσπάθησα να λύσω τον γρίφο αυτό ακούγοντας το Bone.

Πήγα πίσω, στο 1988, τότε που ο Στιβεν Π. κυκλοφορούσε το πρώτο του άλμπουμ. Τι ειρωνεία, αλήθεια που 15 χρόνια μετά οι δυο αυτές μορφάρες της βρετανικής μουσικής βρέθηκαν κάτω από την ίδια δισκογραφική στέγη. Το 1988 λοιπόν, ο Μορισει πέτυχε γιατί κατάφερε το εξής: να αποστασιοποιηθεί από τον ήχο των Smiths και να δώσει στο κοινό τον νέο, άγνωστο εαυτό του. Υποθέτω ότι ο στόχος του Τιμ θα ήταν ο ίδιος κι ότι θα βαρέθηκε να τον πλησιάζουν φίλοι και οπαδοί και να τον ρωτάνε συνέχεια «Γιατί έφυγες από το συγκρότημα;», «Θα επανενωθείς με την μπάντα;», «Τι μάρκα δημητριακά τρώει ο σκύλος σου;» και «Τι είδους μπαταρίες βάζεις στο κινητό σου;». Το σκέφτηκε, δεν το σκέφτηκε, το γεγονός είναι ένα: το Bone μοιάζει σαν να μάζεψε ο,τι b-side είχε από την 18χρονη θητεία του στους James και να μας τα πούλησε με άλλο όνομα (Όπως στην λαϊκή που ο άλλος τα λαχανάκια από την Άνω Ασπροβάλτα τα πουλάει για Βρυξελλών).

Ή τουλάχιστον έτσι ένιωσα στο πρώτο άκουσμα, το οποίο συνέπεσε με την παρουσία του έτερου James-οφιλου, συνάδελφου Κονδύλη, ο οποίος συμφώνησε. Η ομορφιά του Bone μου αποκαλύφθηκε τελικά κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού μου στα Γιάννενα. Και κατέληξα στο εξής: ότι τα 46 λεπτά που διαρκεί το άλμπουμ, διαθέτουν πιο πολλές εκπλήξεις και high peaks απ’ ότι αρχικά υπολόγιζα. Και ότι τόσο ο τίτλος, όσο και το όνομα του μηχανικού ήχου (Lee ‘Muddy’ Baker) δικαιολογούν τον ενίοτε «λασπωμένο» και ενίοτε απογυμνωμένο ως το κόκαλο ήχο του Bone, με προεξάρχουσα στιγμή τις κυκλικές τροχιές του Monkey God που μοιάζει να βγήκε από το στούντιο του Brian Eno και με στίχους που (υπεν)θυμίζουνε έντονα το Space από το Pleased To Meet You (God in man, man from ape, everything’s connected, we co-create our own fate, see things from the stratosphere, what’s the point in asking why), οι φίλοι των James θα αναγνωρίσουν σε αυτό πολλούς από τους πειραματισμούς που πρωτοσυναντήσαμε στο Wah Wah.

To εναρκτήριο Wave Hello είναι ένα indie-pop χαρούμενο αριστούργημα, αλλά ταυτόχρονα κι ένας πικρόχολος αποχαιρετισμός στο κεφάλαιο της ζωής του που έκλεισε και στο καινούργιο που μοιάζει να ανοίγει. Το πρώτο σινγκλ Down to the Sea, παρόλο που διαθέτει μερικούς εξαιρετικούς στίχους, δεν μπορώ να πω ότι άναψε μέσα μου την διάθεση να το ξανακούσω, αλλά ως γνωστόν μια φωνή σαν αυτή του Μανκουνιανού είναι ικανή να μεταμορφώσει ένα βαρετό κομμάτι σε μια –τουλάχιστον – αξιομνημόνευτη στιγμή. Το Fall In Love το είχαμε ξανασυναντήσει στο Booth And The Bad Angel, το Falling Down δεν κρατάει ούτε καν τα προσχήματα και μοιράζεται τον τίτλο του με το αντίστοιχο τραγούδι που υπήρχε και στο Pleased To Meet You, αν και είναι κλάσεις κατώτερο από το τελευταίο και το Discover αποτελεί την κλασική προσπάθεια του Βooth να γράψει μια μπαλάντα της προκοπής, με όχι τα καλύτερα αποτελέσματα. Αφιερώνει το ηλεκτρονικό Redneck σε κάποιους Αμερικανούς φίλους του, οι οποίοι δεν ανταπέδιδαν τα τηλεφωνήματα του από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, προσφέρει μερικούς ακόμη εξαιρετικούς στίχους στο φερώνυμο του άλμπουμ τραγούδι (one just prays to be in love, the other one kills in the name of God, life will take you to the bone, one make bombs in Palestine, nothing to lose except his life, life will take you to the bone), γεφυρώνει το lounge των Tortoise με την ατμόσφαιρα του Moon Safari στο Love Hard και τέλος δημιουργεί ένα από τα πιο εθιστικά μπασιστικα ριφακια της χρονιάς στο In the Darkness.

Η αδυναμία του άλμπουμ εν τέλει έγκειται στο ότι στερεί κάποιες στιγμές από τον ακροατή την δυνατότητα της αμεσότητας με κάποια από τα κομμάτια του. Δεν έχει στις τάξεις του ούτε ένα Tomorrow, ούτε ένα Sit Down, ούτε ένα Laid. Διαθέτει όμως κάποια εξαιρετικά τραγούδια, τα οποία άκουσμα με το άκουσμα θα γίνουν εύκολα κτήμα σας και στο τέλος θα τα ψιθυρίζετε περπατώντας στο δρόμο για την δουλειά σας. Όσοι είναι περήφανοι για εκείνα τα κιτρινομπλε t-shirt με την μαργαρίτα στο κέντρο, ήρθε ο καιρός να τα βγάλουν από την ντουλάπα ξανά και να αρχίσουν το σιδέρωμα…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured