Δεν χρειάζεστε ασφαλώς εμένα να σας πω ότι ο κατάλογος των Rolling Stones έχει επανεκδοθεί εξαντλητικά, κι ότι με μέτριες προσπάθειες, καταφέρνεις να έχεις από δύο φορές τα περισσότερα από τα κομμάτια τους, τουλάχιστον εκείνα που ανέβηκαν στους πίνακες επιτυχιών και τους έκαναν γνωστούς ή εκείνα που αργότερα διατήρησαν τη φήμη τους αυτή για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες. Ειδικά οι δουλειές τους από τη δεκαετία του ’60, που κατά γενική ομολογία ήταν και οι καλύτερές τους, έχουν περιληφθεί σε δεκάδες χωρίς υπερβολή συλλογές, χώρια απ’ την ύπαρξη ορισμένων τραγουδιών τους που είχαν πρωτοβγεί σε επτάιντσα και στα πρώτα τους άλμπουμ.

Αυτό που παίρνει κανείς εδώ είναι ένα κουτί με δώδεκα cd singles, τα οποία αποτελούν πιστές ρέπλικες των πρώτων δώδεκα επτάιντσων που κυκλοφόρησε η μπάντα στο ξεκίνημα της σαρωτικής καριέρας της. Τόσο πιστές μάλιστα, ώστε τυπωμένες επάνω τους βρίσκουμε «εικονικές» στροφές ενώ ο δίσκος είναι κατάμαυρος (σαν τα δισκάκια του Playstation, για να συνεννοούμαστε!), ενώ το καθένα φιλοξενείται σε χαρτονένιο εξώφυλλο που απεικονίζει ασφαλώς το εξώφυλλο της αυθεντικής έκδοσης, είτε αυτό ήταν με μια φωτογραφία του γκρουπ στο εξώφυλλο, είτε επρόκειτο για το τυπική για τις ημέρες εκείνες χάρτινη συσκευασία της ετικέτας Decca. Μιας ετικέτας που πήρε στην αγκαλιά της τους Stones – κι αφού είχε απερίσκεπτα πρώτα απορρίψει τους Beatles! – τους έδωσε την ευκαιρία να ηχογραφήσουν τα πρώτα τους τραγούδια (διασκευές σε blues και soul στάνταρ στην αρχή, μέχρι να πάρει μπροστά η πένα των Jagger / Richards και του Brian Jones φυσικά μέχρι το θάνατό του), και τους είδε να σκαρφαλώνουν σταθερά και θεαματικά στην κορυφή της ροκ πυραμίδας!

Το κουτί αυτό καλύπτει την πρώτη τριετία της δισκογραφίας του συγκροτήματος, κι έπονται δύο ακόμη αντιστοίχα κουτιά που καλύπτουν τις περιόδους 1965 – 1967 και 1968 – 1971. Στο μεταξύ, απολαύστε το κουιντέτο να δείχνει ευθύς εξαρχής το ταλέντο του, είτε αυτό περνούσε από το αυθάδικο, τολμηρό και σίγουρο λαρύγγι του Mick Jagger, είτε από την ακλόνητη ρυθμική βάση των Watts και Wyman, είτε απ’ τα θαυματουργά χεράκια των Keith Richards και Brian Jones, που φέρονται ως υπεύθυνα για τη γέννηση δεκάδων κλασικών ριφ.

Περισσότερα απ’ τα μισά κομμάτια που ακούγονται εδώ είναι διασκευές (το πρώτο τους τραγούδι ήταν μια διασκευή στο “Come On” του Chuck Berry, ενώ δεν τη γλύτωσαν ούτε και δημιουργίες των Muddy Waters, Coasters, Arthur Alexander, Willie Dixon, Solomon Burke, Otis Redding και άλλους), το βασικό συνθετικό δίδυμο πάντως αρχίζει και βρίσκει τη δική του φωνή – αν και κλέβοντας από άλλα κομμάτια του ρεπερτορίου που αγαπούσαν, όπως αναφέρει το αρκετά κατατοπιστικό κείμενο που συνοδεύει το κουτί, γραμμένο από το γνωστό μουσικό δημοσιογράφο Nigel Williamson – και δίνει κάποια από τα πρώτα του διαμάντια. “The Last Time”, “Good Times, Bad Times”, “Play With Fire”, κάπως έτσι ξεκίνησαν μέχρι να έρθει το “(I Can’t Get No) Satisfaction” και έρθουν τα πάντα τούμπα (που όμως δεν περιέχεται εδώ...).

Το προφίλ τους σαν παλιόπαιδα είχε αρχίσει να χτίζεται επιμελώς από τον μάνατζέρ τους Andrew Loog Oldham, μια εικόνα που, ήταν δεν ήταν αληθινή, τους βοήθησε να αποκτήσουν τις πρώτες πρωτοσέλιδες στήλες στις εφημερίδες, τις οποίες βέβαια ποτέ δεν έπαψαν να διεκδικούν με το σπαθί τους (ή καλύτερα με τα καμώματά τους!), όπως και τις παρθενικές τους θέσεις στους πίνακες επιτυχιών, απ’ όπου και δεν έπαψαν ποτέ να αποσιάζουν έκτοτε.

Αν σας ενδιαφέρει λοιπόν να αρχίσετε να καταγράφετε την πλήρη πορεία τους στη δισκογραφία, απ’ το ξεκίνημά τους κυρίως που όσο προχωράμε στο χρόνο, χάνετε στα βάθη της αρχαίας ροκ ιστορίας, τότε το παρόν κυτίον είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να τεστάρετε το νερό. Το υλικό είναι κλασικό ούτως ή άλλως, η μόνη μας ένσταση είναι ότι όλα αυτά τα κομμάτια θα μπορούσαν να είναι συγκεντρωμένα σ’ ένα διπλό cd, το δωδεκαπλό cd σίγουρα κοστίζει αρκετά ακριβότερα, οπότε μάλλον μιλάμε για μια αγορά στα κυβικά των φανατικών τους οπαδών.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured