Υπάρχουν τόσα πολλά ζητήματα που θέτει επί τάπητος αυτή η συλλογή, που ίσως ούτε και οι ίδιοι οι άνθρωποι που την επιμελήθηκαν να μην φαντάστηκαν ότι ανοίγουν τους ασκούς του Αιόλου όταν τη συναρμολογούσαν. Ένα διπλό cd με τριανταένα κομμάτια είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία να παρουσιάσεις πράγματα που διαφεύγουν της προσοχής πολλών – ακόμη και της δικής μας – ώστε να είναι απορίας άξιο γιατί δεν κυκλοφορούν συχνότερα, και από περισσότερες εταιρίες, τέτοιου είδους συλλογές, με δευτεροκλασάτο υποτίθεται υλικό, ανάμεσα στο οποίο όμως κρύβονται ουκ ολίγα καταπληκτικά μουσικά δείγματα.

Καταρχήν θα πρέπει να διευκρινήσουμε τι εννοούμε λέγοντας «Χαμένοι Θησαυροί». Πέρα απ’ το ότι είναι αναμφίβολα ένας πιασιάρικος τίτλος για τη συλλογή – όλοι θέλουμε να έχουμε ένα μικρό μερίδιο από κάθε είδους «θησαυρό» - θα πρέπει να δούμε γιατί τα συγκεκριμένα κομμάτια είναι χαμένοι θησαυροί. Να διευκρινήσουμε κατ’ αρχήν ότι το περιεχόμενο είναι παρμένο από κυκλοφορίες της τελευταίας χρονιάς ως επί το πλείστον (με κανένα δύο μονάχα λίγο παλιότερα), οπότε τι είναι αυτό που το κάνει να είναι ήδη χαμένο; Με ποιό κριτήριο προεξοφλείται η κατάταξή του στα αζήτητα, ποιός υπογράφει την πρόωρη καταδίκη του σε θάνατο; Γιατί για παράδειγμα είναι χαμένος θησαυρός η Amy Winehouse, η οποία μόλις τώρα αρχίζει και χτίζει το όνομά της στο εξωτερικό; Πόσο χαμένος θησαυρός είναι οι Rapture που είναι σχετικά γνωστοί σε μεγάλη μερίδα κοινού – θέλουμε να πιστεύουμε – και το άλμπουμ τους θριάμβευσε στις λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς σε έντυπα εντός και εκτός;

Οι εταιρίες έχουν έναν ιδιότυπο τρόπο να σταθμίζουν και να κρίνουν τα πράγματα. Ο καλλιτεχνικός θρίαμβος δεν σημαίνει και πολλά αν δεν συνοδεύεται και από τον αντίστοιχο εμπορικό. Κατανοητό και απόλυτα δεκτό. Πώς όμως μπορείς να καρπωθείς αυτόν τον τελευταίο; Για να μπορέσει να πουλήσει κάτι θα πρέπει να ακουστεί. Ο όγκος των κυκλοφοριών που δέχεται από το εξωτερικό μια εταιρία δίσκων είναι μεγάλος, κι εκ των πραγμάτων είναι αδύνατο να προωθηθούν όλα τα αξιόλογα ακούσματα όπως τους αξίζουν. Αυτό είναι ένα πρώτο πρόβλημα, και δυστυχώς το μέγεθος της ελληνικής αγοράς δεν δικαιολογεί την ύπαρξη και απασχόληση υπαλλήλων για το κάθε όνομα ξεχωριστά, όπως γίνεται στο εξωτερικό. Το άλλο θέμα είναι το πώς θα ακουστεί. Θα πρέπει να περάσεις κάποιο κομμάτι στο playlist του τάδε ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού, κι εκεί είναι που γίνεται άλλο μπάχαλο. Τι είναι καλό και τι όχι; Από εκεί και πέρα, είναι θέμα του πως κρίνει το κάθε τι ο υπεύθυνος του σταθμού και το τι πιστεύει ότι έχει ανάγκη και θέλει να ακούσει – και δει – το ακροατήριό του, κι αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο που σηκώνει μεγαααααάλη συζήτηση.

Τελευταία μάλιστα, παρατηρούμε όλο και πιο συχνά το φαινόμενο οι παραγωγοί του ραδιοφώνου να παίζουν μόνο προκαθορισμένα κομμάτια – ή να παίζουν ότι θέλουν, αρκεί να κινούνται σε πολύ συγκεκριμένα πλαίσια, αλλιώς πάνε σπίτι τους – οπότε, δεν δίνεται πλέον η ευκαιρία σε κάποιον να προτείνει κάτι διαφορετικό στον κόσμο, να διαδώσει κάτι που πιθανόν να ανακάλυψε ο ίδιος και να ακουστεί κάτι άλλο τέλος πάντων απ’ αυτό που παίζεται εις τον αιώνα των αιώνων από όλους τους άλλους. Η ομοιογένεια στο πρόγραμμα των σταθμών είναι παρούσα περισσότερο από ποτέ, οπότε είναι προφανές ότι από εδώ και στο εξής, θα έχουμε να μιλάμε μονάχα για «χαμένους θησαυρούς», με εξαίρεση τα ελάχιστα και κατοχυρωμένα με τις πωλήσεις τους κομμάτια που θα υπαγορεύονται από το εξωτερικό και θα δουλεύονται με ζήλο από τις εδώ εταιρίες δίσκων.

Για να επιστρέψουμε στη συλλογή, πράγματι μπορεί κανείς να ακούσει εδώ εξαιρετικές μουσικές, αν και ανάμεσά τους συναντούμε και κάποια τα οποία είναι προφανέστατα μέτρια, αλλά σπάνια έχει κανείς την ευκαιρία να το ακούσει αυτό από τα χείλη της εταιρίας που το διανέμει. Κάθε μήνα, ο αριθμός των «φανταστικών» και «απίστευτων» και «θα πάθεις πλάκα» δίσκων που βγάζει κάθε εταιρία όλο και ανεβαίνει, κι αυτή η προσπάθεια να χτιστεί το hype για τον κάθε καλλιτέχνη έχει βοηθήσει να έχει χαθεί σε πολλές περιπτώσεις το μέτρο. Κάποια πράγματα δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν επιτυχίες, επειδή πολύ απλά δεν είναι καλά, όχι για μένα αλλά για κανέναν! Όσο δυνατά κι αν στο βάλει κανείς να το ακούσεις – μέθοδος που ισχύει στις εταιρίες δίσκων όταν σου βάζουν να ακούσεις κάτι για πρώτη φορά, πολύ απλά γιατί τα περισσότερα πράγματα ακούγονται καλύτερα όταν ακούγονται δυνατά, ειδικά με τις τέλειες σύγχρονες παραγωγές – δεν λέει τίποτα που να κάνει τη διαφορά (γιατί περί αυτού ψάχνουν όλοι πιστεύω, εκτός από εκείνους που ακούνε house, οπότε δεν υπάρχει και κάτι να αλλάξεις εδώ που τα λέμε!). Οι Bell X1, το έχουμε πει ήδη απ’ αυτό το site, είναι μέτριοι, αν όχι κάτω του μετρίου. Ο Eagle Eye Cherry είναι μέτριος, και τυχερός που του έκατσαν δύο επιτυχίες, ποτέ όμως δεν θα γίνει χαμένος θησαυρός. Ο Bilal είναι χαμένος θησαυρός αλλά δεν περιέχεται εδώ – πώς σου ξέφυγε εσένα Αντρέα; - το ίδιο και ο Rufus Wainwright που δεν ακούγεται ποτέ πουθενά. Οι Kwan δυνητικά είναι θησαυρός, μα κρυμμένος δεν είναι με τίποτα, για την ακρίβεια είναι αδύνατον να τον αποφύγεις! Ο DJ Hell είναι ένας θησαυρός που αύριο μπορεί να διαπιστώσουμε ότι τελικά ήταν κάλπικος και πέσαμε θύματα εξαπάτησης, ενώ οι Πορτογάλλοι Blind Zero είναι σίγουρα ένας χαμένος θησαυρός – ακούστε το διπλό παρακαλώ άλμπουμ τους “A Way To Bleed Your Lover” και θα μείνετε άναυδοι με την αρτιότητα της δουλειάς τους -, όμως εδώ τίθεται το ζήτημα γιατί να μιλάμε για τους θησαυρούς μιας άλλης Ευρωπαϊκής χώρας που κινείται στα δικά μας κυβικά και να μην μιλάμε για τους δικούς μας χαμένους θησαυρούς.

Δεν γράφω όλα τα παραπάνω για να γκρινιάξω για το ποιόν της παρούσας συλλογής, απλά το concept της μου γέννησε ορισμένες σκέψεις που και καταθέτω. Συνολικά, το διπλό αυτό cd είναι μια ικανοποιητική συλλογή τραγουδιών, η οποία, προσοχή!, απευθύνεται σε ακροατές με ευρεία γκάμα ενδιαφερόντων και αληθινή αγάπη για τη μουσική. Θα το καταλάβατε εξάλλου και από τα ονόματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, και που αποτελούν ένα μικρό μόνο δείγμα του τι περιέχεται εδώ. Τα δύο cd ακολουθούν δύο χαλαρές, διαφορετικές ενότητες, με το πρώτο να περικλείει τη μαύρη μουσική και τις χορευτικές τάσεις, ενώ το δεύτερο τους «ανεξάρτητους», τους ποπ και τους πιο ατμοσφαιρικούς. Και τα δύο κυλούν όμορφα στα αυτιά, περιέχουν κατά πλειοψηφία πολύ καλά κομμάτια, χωρίς ασφαλώς να λείπουν και κάποιες αδύναμες στιγμές. Είναι πράγματι μια καλή ευκαιρία να ακούσετε τις αξιόλογες, αν και ελαφριές για jazz βοκαλίστριες, Νορβηγίδες Silje Nergaard, Rebekka Bakken και Beady Belle (ή μήπως γι’ αυτό πρέπει να τις ακούσετε; Μήπως αυτό είναι το όλο ζητούμενο;), τους Lamb και το στοιχειωτικό “Wonder”, τον Hawksley Workman, που κι αυτός περιμένει να συμβεί κάτι αναπάντεχο και να κάνει τη δική του έκρηξη στο καλλιτεχνικό στερέωμα ή τους Thursday, αν και το πιθανότερο είναι να παραμείνουν αυτοί οι τελευταίοι ένας διάττοντας αστέρας στο κολλεγιακό ραδιόφωνο της Αμερικής (και οι οποίοι παραμπιπτόντως έχουν τόσες ομοιότητες με τους System Of A Down, όπως διαβάζουμε στο booklet, όσες και οι αγελάδες με τα διαστημόπλοια!).

Πλάι σε όλα αυτά, βρίσκουμε μια πλειάδα από r & b καλλιτέχνες που ένας Θεός ξέρει αν θα ανέβουν ψηλότερα από το επίπεδο του ενός συμπαθητικού κομματιού – αν με άλλα λόγια θα τους δοθεί η ευκαιρία να γυρίσουν το ολόδικό τους βίντεο κλιπ με πανέμορφες αραπίνες ελαφρά ντυμένες και με γυμνά οπίσθια οπωσδήποτε – δύο τρεις καινούργιες Θεές που αναλαμβάνουν να φέρουν τη soul σε νέες εποχές (India.Irie, McKay, άντε και Ashanti), συμπαθητικές νέες φωνές στο πρόσωπο της Γαλλίδας Emilie Simon, της Lisa Miskovsky και της Berenice, συν κάνα δυο αποκλειστικότητες που αξίζουν, όπως η συνεργασία – έκπληξη των Jam & Spoon με τον Jim Kerr των Simple Minds!

Όλα αυτά συνθέτουν ένα πέρα για πέρα απολαυστικό ταξίδι ήχων, που έχει καταλάβει πεισματικά το cd player εδώ και καιρό. Παρακάμψτε αν θέλετε τη γκρίνια μου, μα προς Θεού, μην παρακάμψετε ετούτη την κυκλοφορία!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured