Στο εσώφυλλο του παρθενικού άλμπουμ των Lostprophets (γράφεται και προφέρεται απνευστί) με τίτλο “Thefakesoundofprogress”, το οποίο είχε κυκλοφορήσει το 2001 από την Visible Noise κι αυτό, έγραφε : «6 παιδιά που βαριούνται = μελωδία – επίθεση – συναίσθημα – ενέργεια – εξυπνάδα», συνοψίζοντας προφανώς ολόκληρη την ιδέα πίσω από τη μουσική και τα δημιουργικά κίνητρα πίσω από τη μπάντα απ’ το Pontypridd της Ουαλλίας. Στην ουσία, τα κίνητρα πιθανόν να μην είναι και τόσο ευγενή όσο φαίνονται να είναι.

Αυτό που γίνεται περισσότερο άμεσα κατανοητό ότι θέλουν να πετύχουν, είναι να κατακτήσουν τα αμερικάνικα charts με το μείγμα από emo punk και nu metal (με σαφώς μεγαλύτερη κλίση στο δεύτερο σκέλος) που πραγματεύονται. Υπάρχουν κάμποσοι ακόμη Βρετανοί υποψήφιοι μνηστήρες για την ίδια ακριβώς θέση, οι Hell Is For Heroes, οι Funeral For A Friend, οι My Chemical Romance και πάει λέγοντας. Τελικά, το νήμα έκοψαν οι εν λόγω πιτσιρικάδες, αφού το σινγκλ μέσα απ’ το παρόν άλμπουμ”Last Train Home” κατόρθωσε και μπήκε στις ψηλότερες θέσεις των charts του Billboard – όχι απαραίτητα στην πρώτη δεκάδα, αλλά και πάλι καλά που βρέθηκε στα 50 πρώτα (έτσι τουλάχιστον ξέρω ότι διατείνονται οι επαγγελματίες επιτυχιολόγοι, που τα παρακολουθούν επισταμένως αυτά τα πράγματα).Όλα είναι θέμα τύχης, σωστού timing, καλής προώθησης, κι ίσως ενός μικρού ψήγματος συνθετικού ταλέντου. Το “Last Train Home” είναι ένα πιασάρικο τραγούδι, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του αμερικανού teenager που σκοτώνει την ώρα του κάνοντας σκέιτμπορντ στα ανιαρά αστικά προάστια, εκείνου που ακούει Linkin Park και γεμίζει το σώμα του τατουάζ για να εκφράσει τις σκέψεις του.

Οι Lostprophets, δείχνουν περισσότερο προσγειωμένοι στη δική μας, Ευρωπαϊκή πραγματικότητα, αν και μουσικά δείχνουν να αναπνέουν τον αέρα της απέναντι πλευράς του Ατλαντικού. Την παραγωγή στο “Start Something” έχει κάνει ο Eric Valentine, γνωστός απ’ τη συνεργασία του με τους Queens Of The Stone Age και τους Good Charlotte, το οποίο αν μη τι άλλο σημαίνει ότι ο ήχος τους είναι αρκούντως δυναμικός, αν και πολλές φορές ξεπέφτει σε κλισέ και αποκλείει κάθε παρουσία ίχνους προσωπικότητας απ’ τη μεριά του συγκροτήματος. Στην πραγματικότητα, δεν είναι λίγες οι φορές που υποπτεύεσαι ποιά θα είναι η τροπή του κομματιού, πότε θα μπουν τα διπλά φωνητικά, και σε ποιό ακριβώς σημείο θα κάνουν το επικό τους πέρασμα οι σκληρές κιθάρες.

Όλα αυτά δεν συνιστούν κανένα ιδιαίτερα συναρπαστικό άκουσμα, όταν συναισθάνεσαι ότι κατά κύριο λόγο το άλμπουμ γεννήθηκε πρώτα σε χαρτί μιλιμετρέ και κατόπιν βγήκαν οι όποιες του αρετές στην επιφάνεια, ήτοι κάποιες στιγμές αξιόλογες σαν το φερώνυμο κομμάτι του δίσκου ή το αστεία τιτλοφορημένο, μα μ’ ένα ριφ που σκοτώνει και ταχύτητες που αγγίζουν τα στροφόμετρα του hardcore (και τον απαραίτητο μαϊντανό που είναι τελευταία το σκρατσάρισμα, έτσι για να δέσει το γλυκό), “We Are Godzilla, You Are Japan”. Δεν αποκλείεται λοιπόν να έχει χαβαλέ να τους δεις ζωντανά, να χτυπηθείς και λιγάκι που λέει ο λόγος, σε καθαρά επίπεδο ακροάσεως πάντως, δεν λένε και σπουδαία πράγματα. Ότι πρέπει για να γίνουν μεγάλοι και τρανοί στην Αμερική με άλλα λόγια, που τους το ευχόμαστε ολόψυχα εξάλλου, είναι αρκετά καλοί για κάτι τέτοιο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured