O Gary Jules, αν πρόκειται ποτέ να κερδίσει μια θέση στα πρακτικά της ιστορίας της ροκ μουσικής, θα είναι επειδή κατάφερε τα περασμένα Χριστούγεννα να κατακτήσει την κορυφή των Βρετανικών charts με μια πανέμορφη ομολογουμένως διασκευή στο “Mad World” των Tears For Fears, που όμως δεν ταίριαζε καθόλου με το πνεύμα των ημερών εκείνων. Δηλαδή, ποιός θέλει να βγει βόλτα για ψώνια στα μαγαζιά για να καταναλώσει κι από τα ηχεία του πολυκαταστήματος να ακούγεται μια καταθληπτική φωνή που να τραγουδάει για «τα όνειρα στα οποία πεθαίνω είναι τα καλύτερα που είχα ποτέ»; Μ’ ένα τέτοιο κομμάτι, δεν χρειάζεται καν να γίνει μια μεγάλη έρευνα marketing σχετικά με την ύφεση στις πωλήσεις το τελευταίο δεκαήμερο της χρονιάς, η εξήγηση είναι καταφανέστατη!

Πέρα απ’ την πλάκα όμως, καλά έκανε το συγκεκριμένο κομμάτι και έφτασε εκεί που έφτασε, είναι αν μη τι άλλο ένα σημάδι ελπίδας ότι δεν γνωρίζει μονάχα η καλή χαρά την απόλυτη αναγνώριση. Είναι επίσης παρήγορο ότι το κομμάτι αναδείχθηκε μέσα από το σάουντρακ μιας ταινίας τόσο σαλεμένης, τόσο ψυχωτικής, κι εν τέλει τόσο καταπληκτικής όσο είναι το “Donnie Darko” (τι εννοείς ότι δεν έχεις καταφέρει να την δεις ακόμη;!). Θάλεγε κανείς ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα παράλληλο σύμπαν, λες και κανείς πια δεν ενδιαφέρεται να κυκλοφορεί αυτά που υπαγορεύει το κοινό γούστο!

Όπως συνέβη με το “Mad World”, όπου την ενορχήστρωση έχει κάνει ο Michael Andrews, υπεύθυνος ακόμη και για ολόκληρο το score της παραπάνω ταινίας, έτσι κι εδώ επιμελείται την παραγωγή και βοηθάει σημαντικά στην εκτέλεση της μουσικής, που έχει πάντως συνθέσει εξ ολοκλήρου ο Gary Jules. Στο εσώφυλλο βλέπουμε τον τελευταίο να τραγουδάει με μια ακουστική κιθάρα,κι έτσι όπως τα χέρια του είναι καλυμένα με τατουάζ, στο μυαλό μας έρχεται μια άλλη σπουδαία φιγούρα με εξαιρετικό ταλέντο στη σύνθεση, ο Christopher Carrabba των Dashboard Confessional. Αντίθετα μ’ εκείνον όμως, ο Gary Jules δεν υψώνει ποτέ τη φωνή του, παρά ερμηνεύει με περισσή ευαισθησία κι εκφραστικότητα τις βαθιά συναισθηματικές του μπαλάντες. Όσο οξύμωρη κι αν είναι πάντως η σχέση εικόνας – υλικού, αυτό που βγαίνει στο τέλος σαν νικητής είναι ο λυρισμός και η αγνή ομορφιά που μονάχα ένα καλό κομμάτι και μια χωρίς φανφάρες εκτέλεση μπορεί να δημιουργήσει. Στο μυαλό μας έρχονται ακούγοντας τις μεστές του μελωδίες αξεπέραστοι τροβαδούροι από τη δεκαετία του '70 κυρίως, καλλιτέχνες όπως ο Fred Neil ή ο David Ackles. Το σημαντικό βέβαια είναι ότι ο Gary Jules Aguirre - όπως είναι το πλήρες του όνομα - καταφέρνει και ακούγεται αρκετά προσωπικός, κι ως εκ τούτου είναι παρήγορο το ότι μπόρεσε να ακουστεί ευρύτερα η μουσική του.

Αυτό είναι το δεύτερο άλμπουμ του, το πρώτο είχε παραδόξως κυκλοφορήσει από την πολυεθνική A&M το 1998 και είχε τίτλο "Greetings From The Side", ο δημιουργός του δε, είχε χρηματίσει μέλος σε διάφορα συγκροτήματα όπως οι The Origin, οι Kofi, οι Ourtown Pansies και οι Greyboy Allstars. Περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη της Αμερικανικής επικράτειας και του υπόλοιπου πλανήτη, και το απόσταγμα της σοφίας του "δρόμου" που αποκόμισει βρίσκεται κλεισμένο στα 11 δικά του κομμάτια που υπάρχουν εδώ. Αξίζει να τα ακούσετε και μόνο για την οικεία σε χαρακτήρα ερμηνεία του, για το ταξιδιάρικο ύφος του, για την αίσθηση πως οτιδήποτε ακούγεται στο δίσκο είναι κάτι πρώτα απ' όλα βιωμένο απ' τον ίδιο. Πρόκειται για "ενήλικη" μουσική, για ήχους που έρχονται μετά από την καταιγίδα μιας ροκ περιπέτειας και σκεπάζουν με ανωτερότητα την κακοφωνία, την αδεξιότητα και την έλλειψη έμπνευσης που ταλαιπωρούν συχνά τη μουσική που αγαπάμε.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured