Δεν υπάρχει σκηνοθέτης που να έχει συνδεθεί τόσο με την έννοια του κινηματο-γραφικού soundtrack. Μετά την κυκλοφορία της - καλύτερης κατά τον γράφοντα - ταινίας του, του Reservoir Dogs είχε δηλώσει ότι σκεφτόταν να την παρατήσει αν δεν κατάφερνε να πάρει τα δικαιώματα για να χρησιμοποιήσει το Stuck in the Middle With You των Stealer's Wheel (του γνωστού και μη εξαιρετέου Gerry Rafferty) στην νοσηρή στα όρια της μεγαλοφυΐας σεκανς που ο Μαικλ Μαρσντεν κόβει το αυτί του δεμένου μπάτσου. Τον επόμενο χρόνο μας σύστησε τον χαμένο και ξεχασμένο Dick Dale και την Μισιρλού του και στο soundtrack της Jackie Brown έβαλε την Παμ Γκριρ να τραγουδήσει και τρία χρόνια μετά σε μια ακόμη συνέντευξη του στο περιοδικό Empire είχε πει ότι όχι μόνο είχε προαποφασίσει να επιλέξει την Uma Thurman στον ρόλο της Νύφης αλλά είχε καταλήξει ότι το πρώτο κομμάτι του soundtrack της τέταρτης ταινίας του θα ξεκινούσε με το Bang Bang της Nancy Sinatra.

Ομοίως και με το Kill Bill Volume 1: η επιλογή των κομματιών είναι τόσο αρμονική, οι αναφορές στα εικονοκλαστικά ’60 και ’70 είναι τόσο έντονη που ο ακροατής συχνά φτάνει σε ένα αυθαίρετο συμπέρασμα, ότι δηλαδή δεν είναι η ταινία που επηρεάζει την επιλογή των τραγουδιών, αλλά τα καθαυτά μουσικά κομμάτια που καθορίζουν τον τρόπο κινηματογράφησης του Ταραντινο. Η ταινία Kill Bill αναμειγνύει επιτυχώς το cool με το kitsch. Το ίδιο πράγμα επιχειρεί να κάνει και το συνοδευτικό μουσικό υλικό. Και τα καταφέρνει απόλυτα γιατί για το όλο εγχείρημα ευθύνονται δυο άνθρωποι που απλά κατέχουν σε βάθος την Μουσική Ιστορία. Είναι οι αντίστοιχοι Γιάννηδες Πετρίδηδες (sic) της άλλης όχθης του Ατλαντικού. Τα ονόματα τους δεν έχουν σημασία, αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι η ισορροπία ανάμεσα στο Γιαπωνέζικο punk-pop και την disco, ανάμεσα στα κατασκοπικά ινστρουμένταλ και τα soundtrack των b-movies, ανάμεσα στο swing και το blaxploitation funk, ανάμεσα στη Συμμαχία με τις Δυνάμεις του Wu-Tang (λεγε με Rza) και το Kraut Rock (my name is Neu!).

Το εναρκτήριο "Bang Bang (My Baby Shot Me Down)" της Nancy Sinatra (σύνθεση του Γιώργου Οικονομίδη της Αμερικής–του μακαρίτη Sonny Bono αν έχετε τον θεό σας!) με την στακάτη παραγωγή του Hazlewood μεταμορφώνεται από την μελιστάλαχτη μπαλάντα του αυθεντικού (τραγουδισμένου από την Cher) σε ένα ζοφερό άσμα χωρισμού (όπου χωρισμός βάλτε θάνατος), με την κιθάρα να ηχεί λες και παίζεται μέσα από το φέρετρο της Οικογένειας Ανταμς. Φτωχή η συνεισφορά του Rza, περίμενα κάτι περισσότερο από έναν μουσικό του διαμετρήματος του κι όχι απλά μερικές Σαμουράι αμπελοφιλοσοφίες, σε αντίθεση με το "The Grand Duel (Parte Prima)" του Luis Bacalov, ξεδιάντροπα κοπιαρισμένο από Μορικονικες παρτιτούρες –κι ως εκ τούτου τον καταδικάζουμε σε αποκεφαλισμό από την Νύφη, παρόλο που παραδεχόμαστε ότι αποτελεί από τις καλύτερες στιγμές του εν λόγω κυρίου. Ακόμη κι αν δεν σας αρέσουν οι Αυλοί Του Πανός, δεν θα μπορέσετε να μην συγκινηθείτε από την μελωδία του The Lonely Shepherd από τον μαστερ οργανοπαίχτη του είδους Zamfir. Το καλύτερο θα ήταν να προμηθευτείτε μια συλλογή με οργανικά κομμάτια παιγμένα από τον εν λόγω καλλιτέχνη και να μην περιοριστείτε μόνο στο παρόν δείγμα.

Ο συνεργάτης του Χίτσκοκ Bernard Hermann συνεισφέρει (εν αγνοία του ασφαλώς καθότι πλένει πιάτα στην αυλή του Άγιου Πέτρου) το ανατριχιαστικό Twisted Nerve –και συνεχίστε να νομίζετε ότι εκείνη η συνήθεια του τριξίματος νυχιών πάνω σε μαυροπίνακα είναι ο,τι χειρότερο έχετε ακούσει ποτέ… Ιδιόμορφη αν μη τι άλλο η επιλογή μιας free jazz εκδοχής του Πετάγματος Της Μέλισσας του Ρώσου Ριμσκι Κορσακωφ με τον παραλλαγμένο τίτλο Green Hornet από τον τρομπετίστα Al Hirt -αλλά διόλου βαρετή ελέω 12/8. Τηλεοπτικό το μενού για την συνέχεια με το Ironside του μέγιστου Quincy Jones και για κυρίως γεύμα μια γεύση από Ανατολή: αρχικά το Without Honor or Humanity των (αγνώστων λοιπών στοιχείων ασφαλώς , μην σας παραμυθιαζω κιόλας…) Tomoyasu Hotei που φέρει έναν αέρα ρετρό trip-hop, σαν να λέμε η Beth Gibbons να είχε αναλάβει τα ηνία των Jefferson Airplane. Ακολουθούν οι 5, 6, 7, 8’s ( Μπάντα Της Χρονιάς στα αντίστοιχα ιαπωνικά Βραβεία Αρίων…), ένα GRLLL!! POWER συγκρότημα με το Woo Hoo, κινούμενο σε punkabilly ρυθμούς κι ακαταλαβίστικους στίχους (ασφαλώς ανόητε! ιαπωνικά είναι !) και το singer / soul-writer του The Flower of Carnage της συμπατριώτισσας τους Meiko Kaji (Baudelaire-ικος τίτλος , μάλλον δεν έχει ανακαλύψει ακόμη τον Καρυωτάκη).

H αυλαία κλείνει με το χαμένο ροκάκι That Certain Female του Charlie Feathers, ενός εκ των πρώτων καλλιτεχνών της Sun Records του Sam Phillips, με την γυαλιστερή αλα-Μπαρτεζ καράφλα του Isaac Hayes και το πάντα επίκαιρο Run Fay Fun καθώς και με μια διασκευή στο Don't Let Me Be Misunderstood των Animals από το ντίσκο-κιτς συγκρότημα των Santa Esmeralda, οι οποίοι και επαναπροσδιορίζουν τον όρο (χμμμ…) κιτς μέσα σε 10 λεπτά κακής (αλλά τουλάχιστον αυθεντικής) ντίσκο, φλαμένκο κιθάρων και λατιν υστερίας. Οι Gypsy Kings προσέγγισαν καλύτερα την αισθητική αυτή με το Hotel California (από το soundtrack του The Big Lebowski) , άσε που εκείνο δεν τραβούσε και τόσο πολύ χρονικά .

Πως στον κόρακα δένουν όλα αυτά είναι απορίας άξιον! Σαν να προσπαθείς να φτιάξεις ομελέτα με ντομάτα , κρεμμύδι , πιπεριά , λουκάνικα και να βάζεις συκωταριά, λίγα φασολάκια και πατάτες γιαχνί πασπαλισμένες με γαύρο τηγανητό. Η τελική γεύση που μένει είναι αυτή ενός ξεχωριστού sui generis από κάθε άποψη soundtrack, με προσωπικότητα, χαρακτήρα και καλούς τρόπους, αλλά που δυστυχώς σε κάποια συγκεκριμένα σημεία είναι απαραίτητη και η ταυτόχρονη θέαση της ταινίας ώστε να ο θεατής να γίνει κοινωνός των – ομολογουμένως εντυπωσιακών ώρες ώρες – μουσικών επιλογών που πλαισιώνουν την τέταρτη ταινία του Κουεντιν. Και που εντέλει, όπως και το ίδιο το Kill Bill, είναι μια συνεχής εναλλαγή αρχετυπικης Ομορφιάς και Ασχήμιας. “Θανατερό” soundtrack – σαν τον τίτλο του .

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured