PLEASE SUPPORT MUSICIANS – BUY CD’S – DON’T BURN THEM

Έτσι μας προτρέπουν στο κάτω μέρος του οπισθοφύλλου του cd τους οι αγαπητοί Fantomas, το ένα από τα πολλά projects του Mike Patton των Faith No More. Μακάρι να γνωρίζαμε την πραγματική ισχύ μιας τέτοιας προτροπής, αν και αμφιβάλλουμε τα μάλλα για την αποτελεσματικότητά της.

Και σίγουρα υπάρχουν σημαντικότερα (επί της ουσίας) πράγματα για να σχολιάσει κανείς σ’ αυτή την κυκλοφορία, κι ένα από αυτά είναι και η επιλογή του Patton (που ουσιαστικά ευθύνεται για το ηχητικό προφίλ των Fantomas) να φτιάξει ένα άλμπουμ με ένα (1!) track, διάρκειας βέβαια 74.16 λεπτών (ουσιαστικά όμως λίιιγο παραπάνω από 55 λεπτά, αφού για το υπόλοιπο χρόνο του «άλμπουμ», ακούγονται τακτικά ηχητικές σταγόνες νερού (ή αίματος αν ταιριάζει καλύτερα στη μεγάλη φαντασία σας). Οι εναλλαγές σε αυτό το άλμπουμ, όπως είναι λογικό, είναι πολλές και μάλιστα σε εξαιρετικά συχνό και μεγάλο βαθμό. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν διακρίνονται ορισμένα βασικά στοιχεία στον ήχο τους, όπως η επιβλητικότητά του, τα «μεγάλα» drums και μία εμφανέστατη επιρροή από progressive σχήματα της δεκαετίας του 70, όπως οι Tangerine Dream και οι PInk Floyd.

Με τη συγκεκριμένη δεκαετία μάλιστα δεν είναι πρώτη φορά που καταπιάνεται το συγκεκριμένο σχήμα, αφού το προηγούμενο άλμπουμ του ήταν μία σπουδαία διαστρέβλωση (μία πιο συμβατική έκφραση για αυτό θα ήταν «διασκευές») μερικών από τα σπουδαιότερα κινηματογραφικά θέματα της δεκαετίας, όπως το Godfather για παράδειγμα. Ένα άλμπουμ που πρέπει να έχετε στη δισκοθήκη σας!

Πειραματίζονται με κινηματογραφικούς ήχους και φτιάχνουν ένα άλμπουμ (ή one-track mega-single ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το), που θα μπορούσε να πει κανείς πως αποτελεί ένα προσωπικό soundtrack του Mike Patton, για ένα υποβλητικό θρίλερ που ακόμα δεν έχει ακόμη προβληθεί. Ακούμε ήχους και μελωδίες που αυτόματα δημιουργούν συγκεκριμένους συνειρμούς και εικόνες. Εικόνες βγαλμένες από εφιαλτικά τοπία, γοτθικά κτίρια, εγκληματικές φυσιογνωμίες, που δεν νομίζω να ήθελαν πολλοί από εσάς να συναντήσουν ποτέ στη ζωή τους.

Γενικά, ο κύριος Patton φαίνεται να είχε στο νου του εικόνες κλειστοφοβικές, ποτισμένες με αίμα και δάκρυα, δολοφόνους με πριόνια και παλιομοδίτικα πέτσινα μπουφάν (εντάξει, όσον αφορά στο ενδυματολογικό δέχομαι ότι ίσως να στερούμαι φαντασίας), αλυσίδες και υποβλητικές καμπάνες να δονούν την εφιαλτική ατμόσφαιρα, φιγούρες που υποφέρουν από αϋπνία και ταλανεύονται ανάμεσα στον πραγματικό κόσμο και αυτόν των ονείρων κοκ. Δεν ξέρω πώς σας φαντάζει όλο αυτό το σκηνικό, αλλά σίγουρα ηχητικά δεν είναι και ό,τι πιο εύπεπτο έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια. Εκεί δηλαδή που το Director’s Cut είχε μία ποικιλία μελωδιών και στο σύνολό του ήταν ένα από τα πιο απολαυστικά -και κάτι πολύ παραπάνω από ενδιαφέρον και ξεκάθαρο στις προθέσεις του και στη δομή του- ηχητικά εγχειρήματα των τελευταίων χρόνων, το Delirium Cordial (εμφανείς οι αναφορές και στον τίτλο ακόμα του άλμπουμ στην γοτθική, λατινόγλωσση περίοδο) είναι ένα άκρως πειραματικό και ξεκάθαρα ανισσόροπο προσωπικό εγχείρημα του Mike. Ένα copy-paste διαφόρων και ετερόκλητων ήχων που φτιάχνουν ένα ενιαίο ηχητικό κολλάζ, στα χνάρια του Revolution #9 των Beatles.

Μουσικά όλο αυτό το σκηνικό που περιγράψαμε, ντύνεται με μουρμουρητά, πάσης φύσεως ήχους από τις πεταλιέρες των κιθαριστών του σχήματος, ανάποδα tapes, ιδιότροπες –αλλά που τουλάχιστον είναι ξεκάθαρα- μελωδίες, που όμως ουσιαστικά περνιούνται σαν σφίνα στο γενικότερο υποβλητικό κλίμα του άλμπουμ. Είναι ένα άλμπουμ που δεν πρόκειται να αφήσει ασυγκίνητο κανέναν. Κάποιοι θα το λατρέψουν, κάποιοι άλλοι θα το μισήσουν, ακριβώς για τους ίδιους λόγους, για την τρέλα που κουβαλάει, την αρρωστημένη αισθητική του, την ακραιφνή πειραματική διάθεση των δημιουργών του και την μη συμβατικότητα των ακολοθούμενων ηχητικών φορμών.

Και σκεφτείτε το εξής: παραγωγός δεν είναι άλλος από έναν άνθρωπο που έχει δουλέψει με το πιο γερό χαρτί της mainstream μουσικής δισκογραφίας, την περίφημη Norah Jones! Ναι, ο κύριος Husky Hoskulds έχει επιμεληθεί της παραγωγής αυτού, αλλά και του επόμενου άλμπουμ του σχήματος και σίγουρα έχει ξεπεράσει και τον ίδιο του τον εαυτό.

Μάλλον, η αλήθεια για την αξία της συγκεκριμένης κυκλοφορίας να κρύβεται κάπου στη μέση, ότι δηλαδή πρόκειται για ένα άλμπουμ που αν δεν ήταν τόσο στριφνό υφολογικά να κατάφερνε να πετύχει σε ευρύτερο βαθμό να κερδίσει το ενδιαφέρον και την εκτίμηση του ακροατή του. Ακόμα και έτσι όμως, όσοι δοκιμάσετε να γνωρίσετε αυτό το πρόσωπο των Fantomas, δεν πρόκειται –με σιγουριά σας το λέω αυτό- να μείνετε ασυγκίνητοι. Αν μη τι άλλο, τέτοιες μουσικές δεν αφήνουν εύκολα κάποιον αδιάφορο...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured